ἔκμετρος

From LSJ
Revision as of 11:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκμετρος Medium diacritics: ἔκμετρος Low diacritics: έκμετρος Capitals: ΕΚΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: ékmetros Transliteration B: ekmetros Transliteration C: ekmetros Beta Code: e)/kmetros

English (LSJ)

ἔκμετρον, out of measure, measureless, ὄλβος S.Fr.353, cf. Man.4.464,626; of a verse, exceeding the due length, Luc.Pr.Im.18.

Spanish (DGE)

-ον
I 1fuera de toda medida, inconmensurable ὄλβος S.Fr.353, γυῖα Man.4.464, cf. 626.
2 métr. que excede la medida debida de un verso, Luc.Pr.Im.18.
II adv. -ως fuera de medida Poll.5.167.

German (Pape)

[Seite 769] 1) außer dem Maaße, übermäßig; ὀλβος Soph. frg. 324; vgl. B. A. 38, wo χρυσός, καρπός, ὄχλος ἔκμ. angeführt werden; καὶ ὑπὲρ τὸν πόδα Luc. pro imag. 18. – 2) = ἄμετρος, ohne Metrum, prosaisch, Luc. Iup. trag. 20, Gegensatz ἔμμετρος.

Russian (Dvoretsky)

ἔκμετρος:
1 безмерный, огромный (ὄλβος Soph.);
2 неумеренный, чрезмерный (ἔ. καὶ ὑπὲρ τὸν πόδα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκμετρος: -ον, ἀμέτρητος, ἄμετρος, ὄλβος Σοφ. Ἀποσπ. 324, πρβλ. ποὺς ΙΙΙ. ― ἀντίθετον τῷ ἔμμετρος.

Greek Monolingual

ἔκμετρος, -ον (Α)
1. υπέρμετρος, αμέτρητοςὄλβος ἔκμετρος»)
2. (για πόδα ή στίχο) αυτός που ξεπερνά το μέτρο
3. ακράτητος, αχαλίνωτος.