ἔκμετρος
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ἔκμετρον, out of measure, measureless, ὄλβος S.Fr.353, cf. Man.4.464,626; of a verse, exceeding the due length, Luc.Pr.Im.18.
Spanish (DGE)
-ον
I 1fuera de toda medida, inconmensurable ὄλβος S.Fr.353, γυῖα Man.4.464, cf. 626.
2 métr. que excede la medida debida de un verso, Luc.Pr.Im.18.
II adv. -ως fuera de medida Poll.5.167.
German (Pape)
[Seite 769] 1) außer dem Maaße, übermäßig; ὀλβος Soph. frg. 324; vgl. B. A. 38, wo χρυσός, καρπός, ὄχλος ἔκμ. angeführt werden; καὶ ὑπὲρ τὸν πόδα Luc. pro imag. 18. – 2) = ἄμετρος, ohne Metrum, prosaisch, Luc. Iup. trag. 20, Gegensatz ἔμμετρος.
Russian (Dvoretsky)
ἔκμετρος:
1 безмерный, огромный (ὄλβος Soph.);
2 неумеренный, чрезмерный (ἔ. καὶ ὑπὲρ τὸν πόδα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκμετρος: -ον, ἀμέτρητος, ἄμετρος, ὄλβος Σοφ. Ἀποσπ. 324, πρβλ. ποὺς ΙΙΙ. ― ἀντίθετον τῷ ἔμμετρος.
Greek Monolingual
ἔκμετρος, -ον (Α)
1. υπέρμετρος, αμέτρητος («ὄλβος ἔκμετρος»)
2. (για πόδα ή στίχο) αυτός που ξεπερνά το μέτρο
3. ακράτητος, αχαλίνωτος.