μετρητικός

From LSJ
Revision as of 10:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετρητικός Medium diacritics: μετρητικός Low diacritics: μετρητικός Capitals: ΜΕΤΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: metrētikós Transliteration B: metrētikos Transliteration C: metritikos Beta Code: metrhtiko/s

English (LSJ)

μετρητική, μετρητικόν,
A skilled in measuring, Pl.Just.373d; of numbers, capable of measuring, i.e. dividing, c. gen., Iamb. in Nic.p.36 P.
II concerned with measurement: -κή (sc. τέχνη), ἡ, mensuration, μ. μήκους καὶ ἐπιπέδου καὶ βάθους Pl.Lg.817e, cf.Prt.357d, al. Adv. μετρητικῶς Poll.4.166.

German (Pape)

[Seite 162] zum Messen gehörig, ἡ μετρητική, die Meßkunst; Plat. Prot. 356 d u. öfter; auch Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le mesurage ; ἡ μετρητική (τέχνη) l'art de mesurer.
Étymologie: μετρητής.

Russian (Dvoretsky)

μετρητικός: измерительный (μάθημα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

μετρητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μέτρησιν ἢ μέτρημα, Πλάτ. Περὶ Δικαίου, 373D· μ. βάθους ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 817Ε· ἡ -κὴ (ἐξυπ. τέχνη) ἡ τέχνη τοῦ μετρεῖν, τῆς καταμετρήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 357D, κ. ἀλλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 166.

Greek Monolingual

-ή, -ό
μετρητικός, -ή, -όν) μετρητής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μέτρηση ή που είναι αρμόδιος για μέτρηση ή που είναι ικανός στη μέτρησηἐπειδή μέτρον καὶ μετρητικἠ καὶ μετρητικὸς τὸ μεῖζον καὶ τὸ ἔλαττον διακρίνει», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η μετρητική
η τέχνη της μέτρησης («μετρητικ]ὴ δὲ μήκους καὶ ἐπιπέδου καὶ βάθους ὡς ἓν αὖ δεύτερον», Πλάτ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μετρητικόν
είδος ναυτικού φόρου
αρχ.
1. (για αριθ.) ο ικανός να διαιρέσει κάτι
2. ο σχετικός με το μέτρο.
επίρρ...
μετρητικώς και -ά
(Α μετρητικῶς)
σύμφωνα με τον τρόπο τών μετρητών ή με τον τρόπο με τον οποίο μετριέται κάτι.

Greek Monotonic

μετρητικός: -ή, -όν (μετρέω), αυτός που αναφέρεται ή προορίζεται για μέτρηση, σε Ευρ., Πλάτ.· ἡ -κή (δηλ. τέχνη), μέτρηση, στον ίδ.

Middle Liddell

μετρητικός, ή, όν μετρέω
of or for measuring, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνἠ mensuration, Plat.