θερμασία

From LSJ
Revision as of 10:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμᾰσία Medium diacritics: θερμασία Low diacritics: θερμασία Capitals: ΘΕΡΜΑΣΙΑ
Transliteration A: thermasía Transliteration B: thermasia Transliteration C: thermasia Beta Code: qermasi/a

English (LSJ)

ἡ, warmth, heat, Hp.Aph.5.63, Arist.Pr.860a19, Epicur. Ep.2p.40U., Thphr. HP 8.11.7. LXX Je.28(51).39, D.S.3.34, Paus.2.34.6; heating, opp. ψῦξις, Arist.GA764b7: pl., Plu.2.128f. (The pure Att. words are θερμότης and θέρμη, Thom.Mag.p.179R., but θερμασία is used by X.An.5.8.15.)

German (Pape)

[Seite 1201] ἡ, Hitze, Arist. probl. 1, 9. 8, 19, von den Atticisten als schlecht für θερμότης verworfen.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chaleur.
Étymologie: θερμαίνω.

Russian (Dvoretsky)

θερμᾰσία:
1 (внутреннее) тепло, теплота: τὸ κινεῖσθαι παρέχει θερμασίαν Xen. движение согревает;
2 повышенная температура, жар (θ. καὶ σφακελισμός Arst.; διαρροία καὶ θ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

θερμᾰσία: ἡ, θερμότης, ζέστη, Ἱππ. Ἀφ. 1255, Ἀριστ. Προβλ. 1. 9, 2, κτλ.· ἡ παρ’ Ἀττ. λέξις εἶναι θερμότης (Θωμ. Μ. 441), ἀλλ΄ ἴδε Ξεν. Ἀν. 5. 8,15.

Greek Monolingual

και θερμασιά, η (ΑΜ θερμασία)
θερμότητα, θέρμη («τὸ γὰρ κινεῖσθαι... παρεῖχε θερμασίαν τινά», Ξεν.)
νεοελλ.
ελώδης πυρετός, ελονοσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμαίνω + θηλ. κατάλ. -σια (πρβλ. σημα-σία < σημαίνω)].

Greek Monotonic

θερμᾰσία: ἡ, = θερμότης, σε Ξεν.

Middle Liddell

θερμᾰσία, ἡ, = θερμότης, Xen.]