μονόλιθος
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
Ion. μουνόλιθος, ον, made out of one stone, στέγη Hdt.2.175; ὀβελίσκοι D.S.1.46; κίονες Str.9.5.16.
German (Pape)
[Seite 203] aus einem Steine, ion. μουνόλιθος, οἴκημα, στέγη, Her. 2, 175; nur aus Stein gemacht, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait d'une seule pierre.
Étymologie: μόνος, λίθος.
Russian (Dvoretsky)
μονόλῐθος: ион. μουνόλῐθος 2 высеченный из одного лишь камня, сделанный из одной глыбы, монолитный (οἴκημα, στέγη Her.).
Greek (Liddell-Scott)
μονόλῐθος: Ἰων. μουν-, ον, πεποιημένος ἐξ ἑνὸς μόνου λίθου, Ἡρόδ. 2. 175, πρβλ. 155.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονόλιθος, -ον, Α ιων. τ. μουνόλιθος, -ον)
αυτός που έχει κατασκευαστεί ή αποτελείται από έναν μόνο λίθο
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο μονόλιθος
μεγάλος λίθος που αποτελείται από ένα μόνο κομμάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + λίθος (πρβλ. λευκό-λιθος)].
Greek Monotonic
μονόλῐθος: Ιων. μουνο-, -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από μία μόνο πέτρα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
made out of one stone, Hdt.