κύρτη

From LSJ
Revision as of 12:06, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύρτη Medium diacritics: κύρτη Low diacritics: κύρτη Capitals: ΚΥΡΤΗ
Transliteration A: kýrtē Transliteration B: kyrtē Transliteration C: kyrti Beta Code: ku/rth

English (LSJ)

ἡ,
A = κύρτος, weel, lobster pot, lobster trap, Hdt.1.191, D.S.3.19; used as a sieve or riddle, σχοινίδι κ. Nic.Al.625.
2 bird cage, Archil.177.

German (Pape)

[Seite 1537] ἡ, alles aus Binsen Geflochtene, bes. Fischerreuse, Nic. Al. 546, D. Sic. 3, 19; so Her. 1, 191, wo man es auch allgemein = Käfig erklärt; vgl. Poll. 10, 160 u. κύρτος.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
nasse de pêcheur.
Étymologie: fém. de κύρτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύρτη -ης, ἡ fuik.

Russian (Dvoretsky)

κύρτη:верша Her., Diod.

Greek Monolingual

η (Α κύρτη) κύρτος
ψαροκάλαθο, αλιευτικό καλάθι με στενό λαιμό και με δολώματα, στο οποίο όταν μπουν τα ψάρια δεν μπορούν να βγουν
αρχ.
1. είδος κοσκίνου
2. κλουβί πτηνού.

Greek Monotonic

κύρτη: ἡ, καλάθι ψαρέματος, Λατ. nassa, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κύρτη: ἡ, ὡς τὸ κύρτος, ὁ, πλέγμα πρὸς ἄγραν ἰχθύων, εἶδος καλάθου ἁλιευτικοῦ μετὰ στενοῦ λαιμοῦ, Λατ. nassa, Ἡρόδ. 1. 191, Διόδ. 3. 19· σχοινίδι κ. Νικ. Ἀλεξιφ. 546, πρβλ. Ἀρχίλ. 167.

Middle Liddell

κύρτη, ἡ,
1. a fishing-basket, Lat. nassa, Hdt.; κυρτός, ὁ, =κυρτευτής, Plat.
2. a bird-cage, Lat. cavea, Anth. [from κυρτός