πεφροντισμένως

From LSJ
Revision as of 11:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεφροντισμένως Medium diacritics: πεφροντισμένως Low diacritics: πεφροντισμένως Capitals: ΠΕΦΡΟΝΤΙΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: pephrontisménōs Transliteration B: pephrontismenōs Transliteration C: pefrontismenos Beta Code: pefrontisme/nws

English (LSJ)

Adv., (φροντίζω) carefully, Str.15.1.2, D.S.12.40, Ph.2.214, J.AJ15.2.7, Antyll. ap. Orib.44.8.7, Themist.Ep.8, etc.; π. ἔχειν Ael.NA3.33.

German (Pape)

[Seite 607] (φροντίζω), kluger Weise; D. Sic. 12, 40; Strab.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec prudence.
Étymologie: πεφροντισμένος, part. pf. Pass. de φροντίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεφροντισμένως, adv. van ptc. perf. med.-pass. van φροντίζω, zorgvuldig.

Russian (Dvoretsky)

πεφροντισμένως: рассудительно, разумно Diod.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με φροντίδα, με σύνεση
2. φρ. «πεφροντισμένως ἔχω» — δείχνω μεγάλη φροντίδα για κάτι, εξετάζω κάτι με μεγάλη προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφροντισμένος του φροντίζω.

Greek Monotonic

πεφροντισμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του φροντίζω, επιμελώς, με προσοχή, σε Στράβ.

Greek (Liddell-Scott)

πεφροντισμένως: Ἐπίρρ. τοῦ φροντίζω, ἐπιμελῶς, μετὰ προσοχῆς, Στράβ. 685, Διόδ. 12. 40, κτλ.· π. ἔχειν Αἰλ. π. Ζ. 3. 33.

Middle Liddell

[adverb from perf. pass. part. of φροντίζω
carefully, Strab.