σιτολογία

From LSJ
Revision as of 10:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτολογία Medium diacritics: σιτολογία Low diacritics: σιτολογία Capitals: ΣΙΤΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: sitología Transliteration B: sitologia Transliteration C: sitologia Beta Code: sitologi/a

English (LSJ)

ἡ,
A collecting of corn, foraging, Plb.3.100.6, D.S.20.42, Plu.Fab.8:—also σιτολόγιον, τό, Hdn.Epim.237.
II office of σιτολόγος, PTeb.24.63 (ii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, das Getreidesammeln, das Fouragiren, Plut. Fab. Max. 8 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de fourrager.
Étymologie: σιτολόγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτολογία -ας, ἡ proviandering, fouragering.

Russian (Dvoretsky)

σῐτολογία:заготовка продовольствия или кормов Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτολογία: ἡ, ἡ συνάθροισις, συλλογὴ σίτου, Διόδ. 20. 42, Πλουτ. Φάβ. 8· ὡσαύτως σιτολόγιον, τό, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 237.

Greek Monolingual

ἡ, Α σιτολόγος
η συγκέντρωση σιτηρών και άλλων τροφίμων, με διαρπαγή, από στρατό σε ξένη χώρα.

Greek Monotonic

σῑτολογία: ἡ, διαρπαγή δημητριακών, λεηλασία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

σῑτολογία, ἡ,
a collecting of corn, a foraging, Plut.