σιτολογία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A collecting of corn, foraging, Plb.3.100.6, D.S.20.42, Plu.Fab.8:—also σιτολόγιον, τό, Hdn.Epim.237.
II office of σιτολόγος, PTeb.24.63 (ii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 885] ἡ, das Getreidesammeln, das Fouragiren, Plut. Fab. Max. 8 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de fourrager.
Étymologie: σιτολόγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτολογία -ας, ἡ proviandering, fouragering.
Russian (Dvoretsky)
σῐτολογία: ἡ заготовка продовольствия или кормов Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτολογία: ἡ, ἡ συνάθροισις, συλλογὴ σίτου, Διόδ. 20. 42, Πλουτ. Φάβ. 8· ὡσαύτως σιτολόγιον, τό, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 237.
Greek Monolingual
ἡ, Α σιτολόγος
η συγκέντρωση σιτηρών και άλλων τροφίμων, με διαρπαγή, από στρατό σε ξένη χώρα.
Greek Monotonic
σῑτολογία: ἡ, διαρπαγή δημητριακών, λεηλασία, σε Πλούτ.