ἰσόπεδος

From LSJ
Revision as of 12:05, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπεδος Medium diacritics: ἰσόπεδος Low diacritics: ισόπεδος Capitals: ΙΣΟΠΕΔΟΣ
Transliteration A: isópedos Transliteration B: isopedos Transliteration C: isopedos Beta Code: i)so/pedos

English (LSJ)

ἰσόπεδον,
A of even surface, level, ἐξ ἰ. χωρίου Hp.VC11, cf. Luc.Hipp.4; ἰ. τῷ δέρματι Gal.10.1011; ἰ. χρώματα flat in appearance, opp. κοῖλα, Alex.Aphr.Pr.1.49.
2 c. dat., level or even with, χοῦν ποιέων τῆ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Hdt.4.201, cf. D.S. 19.94, Plu.Num.10.

German (Pape)

[Seite 1265] dem Boden gleich, von gleichem, ebenem Boden, χοῦν ἐπεφόρησε ποιέων τῂ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Her. 4, 201; Sp.; τόπος τῷ λοιπῷ χώματι ἰσόπεδος Plut. Num. 10; D. Sic. 19, 94.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur le même plan, de niveau avec, τινι ; τὸ ἰσόπεδον plaine unie.
Étymologie: ἴσος, πέδον.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόπεδος: находящийся вровень, на одном уровне (θάλασσαι ἰσόπεδοι Luc.): χοῦν ποιῆσαι τῇ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Her. сравнять насыпь с остальной землей.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπεδος: -ον, ἔχων ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν, ἐπίπεδος, ἐξ ἰσοπέδου χωρίου Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902, πρβλ. Λουκ. Ἱππ. 4· ἰσ. χρώματα, ἐπιτιθέμενα ἐπὶ ἐπιπέδου, ἀντίθετον τῷ κοῖλα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 49. 2) μετὰ δοτ., ἐπίπεδοςἴσος πρὸς …, χοῦν ποιῆσαι τῇ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Ἡρόδ. 4: 201, πρβλ. Διόδ. 19. 94. - ἰσοπεδόω, μεταγεν.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόπεδος -ον)
αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη επιφάνεια, επίπεδος, ομαλός («χοῦν ποιέων τῇ ἄλλῃ γῃ ἰσόπεδον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που η επιφάνεια του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια άλλου
2. φρ. «ισόπεδη διάβαση» — διασταύρωση δύο οδών ή οδού και σιδηροδρομικής γραμμής στην ίδια επιφάνεια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόπεδον
επίπεδο έδαφος, ομαλή επιφάνεια
(κατά τον Ησύχ.) «ἴσον τῇ γῇ, όμαλὸν ἔδαφος, ἰσόχωρον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-+ -πεδος (< πέδον), πρβλ. βαθύπεδος, χαλκόπεδος].

Greek Monotonic

ἰσόπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, επίπεδος· με δοτ., επίπεδος ή ίσος με κάποιον, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἰσό-πεδος, ον πέδον
of even surface, level or even with, c. dat., Hdt.