δυσδιάκριτος

From LSJ
Revision as of 07:25, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιάκρῐτος Medium diacritics: δυσδιάκριτος Low diacritics: δυσδιάκριτος Capitals: ΔΥΣΔΙΑΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: dysdiákritos Transliteration B: dysdiakritos Transliteration C: dysdiakritos Beta Code: dusdia/kritos

English (LSJ)

δυσδιάκριτον,
A hard to distinguish, Str.13.4.12, Clytus 1; ἀξίαι Plu. 2.617 d; δ. ἀπό… Corn.ND31.
II of litigants, whose case is hard to decide, D.S.33.28a.
III hard to digest, Xenocr.9.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de distinguir, indistinguible δ. ἐστι τὸ ... γένος Clytus 1, τὰ νότια μέρη ... δυσδιάκριτα εἶναι, παραπίπτοντα εἰς ἄλληλα Str.13.4.12, τὰ τοῦ θεοῦ ἴδια Corn.ND 31, ἡ δὲ (διάθεσις) μετὰ τοῦ πεπληρῶσθαι δ. ἐστιν Gal.7.332, cf. 8.386, πάντα ὅμοια καὶ δυσδιάκριτα Fauorin.de Ex.15.31, δυσδιάκριτον ποιεῖ τὴν βάσιν Aristid.Quint.51.21, τὸ πρᾶγμα Chrys.M.57.198, cf. Simp.in de An.14.12, τὸ δ' ὅμοιον ἐν τῷ ὁμοίῳ δ. Phlp.in Mete.74.23, c. ἀπό y gen. ὁ μὲν οὐσιώδης ... δ. ἀπὸ τῆς οὐσίας ἐστίν Simp.in Ph.638.26, c. dat. δ. ἐστι ταῖς ἀκοαῖς ἡ ἐξαλλαγὴ τοῦ μέλους Porph.in Harm.170.28, c. rég. de interr. indir. ὅθεν καὶ δυσδιάκριτόν ἐστι τῷ πίνοντι πότερον γάλα ἐστὶν ἢ οὔ Sch.Nic.Al.376b.
2 de litigantes cuyo caso es difícil de fallar D.S.33.28b
difícil de juzgar o discernir προβλήματα ... ἐν οἷς δ. τοῦ πιθανωτέρου ἡ εὕρεσις Basil.M.31.401B.
3 medic. difícil de digerir ποτάμιοι (ἰχθύες) Xenocr.6.
II adv. δυσδιακρίτως = con dificultad de interpretación glos. a δυσκρίτως Sch.A.Pr.662S.

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu beurtheilen, zu unterscheiden, Strab. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à discerner, à distinguer.
Étymologie: δυσ-, διακρίνω.

Russian (Dvoretsky)

δυσδιάκρῐτος: трудно поддающийся определению Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιάκρῐτος: -ον, δυσκόλως διακρινόμενος, Στράβων 628, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655E.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσδιάκριτος, -ον)
αυτός που δύσκολα διακρίνεται («ἀξίαι δυσδιάκριτοι»)
νεοελλ.
αυτός που μόλις διαφαίνεται, αμυδρός, συγκεχυμένος
αρχ.
1. (για δικαστική υπόθεση) αυτή που δύσκολα επιλύεται
2. δύσπεπτος.