συμμετέχω

From LSJ
Revision as of 05:32, 26 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμετέχω Medium diacritics: συμμετέχω Low diacritics: συμμετέχω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΕΧΩ
Transliteration A: symmetéchō Transliteration B: symmetechō Transliteration C: symmetecho Beta Code: summete/xw

English (LSJ)

partake of with, take part in with, c. dat. pers. et gen. rei, Βάκχαις συμμετασχήσω χορῶν E.Ba.63; τινὶ τῆς μάχης, τῆς ἀριστείας, Plu.Pyrrh.4, TG4: c. dat. pers., PLond.5.1660.19 (viA.D.): c. gen. rei, δορός E.Supp.648; τοῦ ἔργου X.An.7.8.17 (v.l.); βουλῆς Arist.Pol.1330a21: abs., Pl.Tht.181c: cf. συμμετίσχω.

German (Pape)

[Seite 981] (s. ἔχω), mit Theil haben; συμμετασχόντες δορός, Eur. Suppl. 648, wie Βάκχαις συμμετασχήσω χορῶν Bacch. 63; συμμέτεχε καὶ σύ, Plat. Theaet. 181 c; βουλόμενος συμμετασχεῖν τοῦ ἔργου, Xen. An. 7, 8, 17; τῆς μάχης, Plut. Pyrrh. 4; Luc. Charid. 7.

French (Bailly abrégé)

f. συμμετασχήσω;
avoir ou prendre part : τινος à qch ; τινί τινος avec qqn à qch.
Étymologie: σύν, μετέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μετέχω mede behoren tot, met dat.: τοῖς περὶ Δημήτριον συμμετεῖχε hij was één van de mannen van Demetrius Plut. Pyrrh. 4.4. samen (met...) deelnemen (aan), met gen. aan iets; met dat. met iem.

Russian (Dvoretsky)

συμμετέχω: (fut. συμμετασχήσω) совместно участвовать (со)участвовать (του ἔργου Xen.; βουλῆς Arst.): σ. τινί τινος Eur., Plut. принимать участие с кем-л. в чем-л.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ποιητ. τ. συμμετίσχω Α
μετέχω σε κάτι μαζί με άλλον ή με άλλους
νεοελλ.
συμμερίζομαισυμμετέχω στον πόνο σου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μετέχω «συμμετέχω, παίρνω μερίδιο»].

Greek Monotonic

συμμετέχω: μέλ. -μεθέξω, μετέχω σε κάτι μαζί με άλλους, λαμβάνω μέρος σ' αυτό από κοινού, με δοτ. και γεν. πράγμ., σε Ευρ.· με γεν. πράγμ. μόνο, στον ίδ., σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συμμετέχω: μετέχω, λαμβάνω μέρος μετά τινος εἴς τι, μετὰ δοτ. προσ. καὶ γεν. πράγμ., Βάκχαις συμμετασχήσω χορῶν Εὐρ. Βάκχ. 63· τινὶ τῆς μάχης, τῆς ἀριστείας Πλουτ. Πύρρ. 4, κτλ.· μετὰ μόνης γενικῆς, δορὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 648· τοῦ ἔργου Ξεν. Ἀνάβ. 7. 8, 17· βουλῆς Ἀριστ. Πολιτ. 7. 10, 12· ἀπολ., Πλάτ. Θεαίτ. 181C· πρβλ. συμμετίσχω.

Middle Liddell

fut. -μεθέξω
to partake of a thing with others, take part in it with others, c. dat. pers. et gen. rei, Eur.; with genitive rei only, Eur., Xen.