βριάω

From LSJ
Revision as of 11:12, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῐάω Medium diacritics: βριάω Low diacritics: βριάω Capitals: ΒΡΙΑΩ
Transliteration A: briáō Transliteration B: briaō Transliteration C: vriao Beta Code: bria/w

English (LSJ)

(βρῖ)
A make strong and mighty, Hes.Th.447.
II intr., to be strong, βριάων Opp.H.5.96: in both senses, [Ζεὺς] ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει Hes.Op.5.

Spanish (DGE)

(βρῐάω) 1 tr. fortalecer, aumentar βουκολίας ... ἐξ ὀλίγων βριάει aumenta las manadas de vacas, a partir de unas pocas Hes.Th.447
abs. hacer poderoso ῥέα μὲν γὰρ βριάει Hes.Op.5.
2 intr. ser fuerte y poderoso ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει Hes.Op.5, μέγα βριάοντα κατέσβεσεν Opp.H.5.96.

German (Pape)

[Seite 463] 1) stark machen, Hes. O. 5 Th. 447. – 2) intrans., stark sein, Hes. O. 5, 96.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 rendre fort;
2 être fort.
Étymologie: R. Βρι, être fort ; v. βρίθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βριάω [βρι-: zwaar, krachtig] alleen praes.
1. sterk maken:. ῥέα... βριάει gemakkelijk maakt hij sterk Hes. Op. 5.
2. sterk zijn:. ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει gemakkelijk verdrukt hij wie sterk is Hes. Op. 5.

Russian (Dvoretsky)

βρῐάω: (только praes.)
1 делать крепким, сильным (ἐξ ὀλίγων Hes.);
2 быть сильным (βριάοντα χαλέπτειν Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

βριάω: (βρῖ) κάμνω τινὰ ἰσχυρὸν καὶ δυνατόν, βριάει Ἡσ. Θ. 447. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ἰσχυρός, βριάων Ὀππ. Ἁλ. 5. 96. ― Ὁ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 5 συνδυάζει ἀμφοτέρας τὰς σημασίας, ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει, ἐπὶ τοῦ Διός.

Greek Monolingual

βριάω (Α)
1. κάνω κάποιον ισχυρό, ενδυναμώνω
2. είμαι ισχυρός, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βριαρός με υποχωρητικό σχηματισμό].

Greek Monotonic

βριάω: κάνω κάποιον δυνατό ή γίνομαι δυνατός, σε Ησίοδ. (βλ. βριᾰρός).

Middle Liddell

to make or to be strong and mighty, Hes. (v. βριαρός.)