ἀπρονόητος

From LSJ
Revision as of 06:45, 31 May 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " unvermutet" to " unvermutet")

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρονόητος Medium diacritics: ἀπρονόητος Low diacritics: απρονόητος Capitals: ΑΠΡΟΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: apronóētos Transliteration B: apronoētos Transliteration C: apronoitos Beta Code: a)prono/htos

English (LSJ)

ἀπρονόητον,
A unpremeditated, ἀκρασία Arist.MM1203a30; χώρα ἀ. an unguarded country, Plb.4.5.5; τόποι ἀ. unreconnoitred, Id.3.48.4; not the work of providence, κόσμος Ph.2.411, cf. Hierocl. in CA11p.442M.
II Act., not considering beforehand, ἡ ὀργὴ -τον X.HG 5.3.7; ἀ. καὶ ἀπαράσκευοι Plb.5.7.2, cf. Orph.Fr.233; ἀ. τῶν ἐσομένων J.Vit.13; τῶν ἐπὶ γῆς πραγμάτων Luc.Bis Acc.2, etc.; of the gods, not exercising providence, Epicur.Fr.368. Adv. ἀπρονοήτως X.Cyr.1.4.21, etc.; ἀ. τινὸς ἔχειν Str.2.5.1; opp. προνοίᾳ, S.E.P.1.151; οἱ ἀ. θεώμενοι without previous acquaintance, Plb.10.14.8.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. desprevenido ἔμελλον ἀπρονόητοι καὶ ... ἀπαράσκευοι ληφθήσεσθαι Plb.5.7.2, cf. Orph.Fr.233
irreflexivo, que no reflexiona previamente c. gen. ἀπρονοήτους ἡμᾶς ἀποφαίνων τῶν ἐπὶ γῆς πραγμάτων mostrando que nosotros no somos previsores en los asuntos de la tierra Luc.Bis Acc.2, (συμπρέσβεις) ἀπρονόητοι τῶν ἐσομένων I.Vit.73
fig. de la cólera impremeditada ἡ ... ὀργὴ ἀπρονόητον la cólera es una cosa irreflexiva X.HG 5.3.7, ἀκρασία Arist.MM 1203a31.
2 que no recibe o ha recibido atención χώρα territorio no defendido Plb.4.5.5, τόποι lugares inexplorados Plb.3.48.4
desatendido παροικία Socr.Sch.HE 6.23.17.
3 en fil. no regido por o que no es obra de la providencia κόσμος Ph.2.411, δυνάμεις Plu.Nic.23, ἀπρονόητον καὶ τυχαίαν ... κίνησιν Plu.2.878c, ὑπὸ τῆς ἀπρονοήτου φορᾶς I.AI 10.279, cf. Hierocl.in CA 11.25
falto de la providencia divina ἀ. παρὰ θεοῦ Basil.M.29.160B, cf. Chrys.M.62.131
del mundo sublunar según Arist. ἀπρονόητα τὰ κατωτέρω τοῦ οὐρανοῦ las cosas que están bajo el cielo no están guiadas por la providencia Athenag.Leg.25.2, ἀπρονόητα τὰ ὑπὸ σελήνην ἀπεφῄναντο Cyr.Al.M.69.917B.
II adv. -ως
1 impremeditadamente, a la ligera φέρεσθαι ἀ. X.Cyr.1.4.21, ἀ. ἔφη LXX 3Ma.1.14.
2 sin conocimiento previo τοῖς ἀ. θεωμένοις Plb.10.14.8, ἀ. ἔχειν κλιμάτων Str.2.5.1.
3 sin la divina providencia S.E.P.1.151.

German (Pape)

[Seite 338] unüberlegt, Sp.; τόποι, nicht vorher durchforscht, Pol. 3. 48, 4; χώρα 4, 5, 5; gew. akt., nicht vorher überlegend, unbedachtsam, Xen. Hell. 5, 3, 7; τινός, nicht dafür besorgt, Luc. Bis acc. 2. – Adv., Xen. Cyr. 1, 4, 21; unvermutet, λαμβάνεται Pol. 5, 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 non prémédité;
2 non examiné ou exploré d'avance;
II. imprévoyant, inconsidéré.
Étymologie: , προνοέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρονόητος:
1 лишенный прозорливости, непредусмотрительный, действующий необдуманно Xen., Polyb.;
2 не заботящийся, не пекущийся (τῶν ἐπὶ γῆς πραγμάτων Luc.);
3 непреднамеренный, невольный (ἀκρασία Arst.);
4 неизученный, необследованный (τόποι Polyb.; ἀ. αἰτία καὶ ἄδηλος Plut.);
5 не обеспеченный охраной (χώρα Polyb.);
6 застигнутый врасплох (ἀ. ληφθῆναι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρονόητος: -ον, περὶ οὗ δὲν ἐσκέφθη τις ἐκ τῶν προτέρων, ὁ ἐξαίφνης γινόμενος, ἀκρασία Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 6, 42· χώρα ἀπρ., περὶ ἧς δὲν ἐλήφθη πρόνοια, ἀπροφύλακτος, Πολύβ. 4. 5, 5· τόποι ἀπρονόητοι, μὴ ἐξερευνηθέντες, ὁ αὐτ. 3. 48, 4. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ σκεπτόμενος ἐκ τῶν προτέρων, μὴ προνοῶν, μὴ ὑπολογίζων τί δύναται νὰ συμβῇ: ἡ μὲν γὰρ ὀργὴ ἀπρονόητον Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 7, Πολύβ. 5. 7, 2· ἀπρ. τινος Λουκ. Δὶς Κατ. 2, κτλ.: - Ἐπίρρ. -τως Ξεν. Κύρ. 1. 4, 21. κτλ. ἀπρονοήτως τινὸς ἔχειν Στράβ. 109· ἀντίθ. τῷ προνοίᾳ, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 151.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπρονόητος, -ον)
1. αυτός που δεν προνοεί, που δεν παίρνει εκ των προτέρων τα κατάλληλα μέτρα, απερίσκεπτος
2. αυτός για τον οποίο δεν έλαβε κανείς πρόνοια, απρόβλεπτος, ξαφνικός
αρχ.
1. (για χώρα) αφύλαχτη
2. (για τόπο) ανεξερεύνητος, άγνωστος.

Greek Monotonic

ἀπρονόητος: -ον (προνοέομαι)·
I. αυτός που έγινε χωρίς προμελέτη, αιφνίδιος· ἀκρασία, σε Αριστ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν προνοεί, απερίσκεπτος, σε Ξεν.· επίρρ. -τως, στον ίδ.

Middle Liddell

[προνοέομαι]
I. unpremeditated, ἀκρασία Arist.
II. act. improvident, Xen.:—adv. -τως, Xen.