ἀντικηδεύω

From LSJ
Revision as of 11:45, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικηδεύω Medium diacritics: ἀντικηδεύω Low diacritics: αντικηδεύω Capitals: ΑΝΤΙΚΗΔΕΥΩ
Transliteration A: antikēdeúō Transliteration B: antikēdeuō Transliteration C: antikideyo Beta Code: a)ntikhdeu/w

English (LSJ)

mind, tend instead of another, τινός E.Ion734:—also ἀντικήδομαι, Poll.5.142.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): en v. med. ἀντικήδομαι Poll.5.142
cuidar a su vez c. gen. πατρός E.Io 734
v. med. mismo sent., Poll.l.c.

German (Pape)

[Seite 253] dagegen besorgen, pflegen, Eur. Ion. 738 πατρός.

French (Bailly abrégé)

honorer à l'égal de, gén..
Étymologie: ἀντί, κηδεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικηδεύω: почитать наравне (с кем-л.), чтить не менее (πατρός τινα ἀ. Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικηδεύω: κηδεύω, περιποιοῦμαι, πρὸς ἀνταπόδοσιν κηδεύματος, περιποιήσεως, ὥσπερ καὶ σὺ πατέρ’ ἐμόν ποτε, ... ἀντικηδεύω Εὐρ. Ἴων 734: - ὡσαύτως ἀντικήδομαι, Πολυδ. Ε΄, 142.

Greek Monolingual

ἀντικηδεύω (Α)
ανταποδίδω φροντίδα, περιποιούμαι κι εγώ.

Greek Monotonic

ἀντικηδεύω: μέλ. -σω, περιποιούμαι αντί άλλου, τινός, σε Ευρ.

Middle Liddell

to tend instead of another, τινός Eur.