αλώνι
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
αλώνι, το (AM ἁλώνιον, Μ και ἁλώνιν)
(νεοελλ.-μσν.)
1. επίπεδος κυκλικός χώρος στον αγρό, όπου γίνεται το αλώνισμα τών καρπών τών δημητριακών
2. η εποχή του αλωνίσματος
νεοελλ.
1. χώρος του ελαιοτριβείου, όπου συνθλίβονται οι ελιές
2. επίπεδος χώρος όπου απλώνεται η σταφίδα και άλλοι καρποί για αποξήρανση
3. χώρος μικρής έκτασης
4. το φωτοστέφανο που περιβάλλει το πρόσωπο τών αγίων (βλ. και ἅλως)
5. φρ. «τἄκαμε ἁλώνι», τά έκανε άνω-κάτω
«τον δέχτηκε σαν τη βροχή στ’ αλώνι», με ψυχρότητα
αρχ.
ἁλώνιον υποκορ. του ἅλων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ἁλώνιον υποκορ. του αρχ. μτγν. ουσ. ἅλων -ωνος, η (= ἅλως) «αλώνι».
ΠΑΡ. νεοελλ. αλώνα, αλωνάκι, αλωναριά, αλωνάρικος, αλωνάς, αλωνιάρης, αλωνιάτης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλωνοδίχαλο, αλωνότοπος, αλωνοχώραφο].
Translations
threshing floor
Akkadian: 𒈠𒀝𒊏𒈾𒋾, 𒈦𒃷; Arabic: جُرْن, جَرِين, بَيْدَر, أَنْدَر, مَنْدِر, مَنْدِرَة, مَنْدَرة,; Aramaic: בַּי דְּרִי, אִידְּרָא, ܐܶܕܪܳܐ / ܐܶܕܰܪ); Armenian: կալ; Aromanian: aryi; Azerbaijani: xırman; Basque: larrain; Belarusian: ток, гумно; Bengali: খামার; Blin: ወረና; Bulgarian: гумно, харман, ток; Catalan: era; Chinese Mandarin: 禾場, 禾场; Chuvash: йӗтем; Czech: humno, mlat; Dongxiang: togvon; Dutch: dorsvloer; Erzya: тинге; Esperanto: draŝejo; Estonian: rehealune; Faroese: treskigólv; Finnish: puimatanner; French: aire; Galician: eira, aira; Ge'ez: ጕርን, ጎርን, ጉርን; Georgian: კალო; German: Dreschboden, Tenne; Greek: αλώνι; Ancient Greek: ἅλως, ἅλων; Hebrew: גֹּרֶן; Hungarian: szérű; Ingrian: koomina; Irish: urlár buailte; Italian: aia; Kazakh: қырман; Khmer: វាល; Khorasani Turkish: xarman; Korean: 타작마당; Kyrgyz: кырман; Ladin: aa; Latin: area; Latvian: klons; Laz: ხარმანი; Luxembourgish: Denn; Macedonian: гумно, харман; Malayalam: കളം; Maltese: qiegħa; Mingrelian: კალო; Mon: ဂြာၚ်ပၠိန်သြောံ; Mongolian Cyrillic: үтрэм; Nogai: ындыр; Occitan: ièra; Odia: ଖଳା, ଖଳ; Old Church Slavonic: врахъ; Old East Slavic: токъ, гꙋмьно; Oromo: oobdii; Ottoman Turkish: خرمن, خرمان; Persian: خرمن; Polish: klepisko, gumno; Portuguese: malhadouro, calcadouro, eira; Romanian: arie; Russian: ток, гумно; Sanskrit: खल; Serbo-Croatian Cyrillic: гумно, ха̀рман; Latin: gúmno, hàrman; Sicilian: ariu, aria; Slovak: humno; Slovene: gúmno; Sorbian Lower Sorbian: gumno; Upper Sorbian: huno; Spanish: era; Svan: კალუ̂; Swedish: loggolv; Tamil: களம்; Tarifit: andrar; Tatar: ындыр; Telugu: కళ్లము, కళ్లం; Turkish: harman; Turkmen: harman; Udmurt: иншыр; Ugaritic: 𐎂𐎗𐎐; Ukrainian: тік, гумно; Uzbek: хирмон; Venetan: ara, era