κεντρίσκος

From LSJ
Revision as of 11:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντρίσκος Medium diacritics: κεντρίσκος Low diacritics: κεντρίσκος Capitals: ΚΕΝΤΡΙΣΚΟΣ
Transliteration A: kentrískos Transliteration B: kentriskos Transliteration C: kentriskos Beta Code: kentri/skos

English (LSJ)

ὁ, a kind of fish, Theophrastus Fragmenta 171.9; Schneid. κεστρινίσκος.

German (Pape)

[Seite 1418] ὁ, eine Fischart, Theophr.; Schneider vermuthet κεστρινίσκος.

Greek (Liddell-Scott)

κεντρίσκος: ὁ, εἶδος ἰχθύος, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 9· Schneid. κεστρινίσκος.

Greek Monolingual

ο (Α κεντρίσκος)
γένος γαστεροστεΐμορφων οστεϊχθύων της οικογένειας τών κεντρικιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ουρανίσκος, παιδίσκος). Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. centriscus].