ἐπιείκελος

From LSJ
Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιείκελος Medium diacritics: ἐπιείκελος Low diacritics: επιείκελος Capitals: ΕΠΙΕΙΚΕΛΟΣ
Transliteration A: epieíkelos Transliteration B: epieikelos Transliteration C: epieikelos Beta Code: e)piei/kelos

English (LSJ)

ἐπιείκελον, = εἴκελος, like, resembling, similar, equal, τινί, the masc. freq. in Hom. (esp. in Il.), but only in phrases ἐπιείκελος ἀθανάτοισιν, θεοῖς ἐπιείκελος, Il.1.[265], 4.394, Od.24.36, etc.; so θεοῖς ἐπιείκελα τέκνα Hes.Th.968.

German (Pape)

[Seite 940] = simpl., ähnlich, Il. 1, 265 u. öfter, wie bei Hes. Th. 968 in der Vrbdg ἐπιείκελος ἀθανάτοισιν u. θεοῖς ἐπιείκελος. – Bei Opp. Cyn. 2, 167 ἐπείκελος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait semblable à, τινι.
Étymologie: ἐπί, εἴκελος.

English (Autenrieth)

(ϝείκελος): like to; θεοῖς, άθανάτοισιν, Α 2, Il. 9.485.

Greek Monolingual

ἐπιείκελος, -ον (Α)
ο εντελώς όμοιος, παρόμοιος («θεοῖς ἐπιείκελ’ Ἀχιλλεῦ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είκελος «όμοιος» (βλ. και λ. έοικα)].

Greek Monotonic

ἐπιείκελος: -ον, = εἴκελος, όμοιος, παρεμφερής, τινι, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιείκελος: очень похожий, подобный (ἀθανάτοισιν Hom.; θεοῖς Hes.).