ἀποδειροτομέω
ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged
English (LSJ)
slaughter by cutting off the head, or slaughter by cutting the throat, of men, Il.18.336, 23.22, Luc.DMeretr.13.3; μῆλα ἐς βόθρον Od.11.35; κεφαλὴν ἀ. Hes.Th.280.
Spanish (DGE)
1 c. ac. de pers. degollar Τρώων ... τέκνα Il.18.336, cf. Luc.DMeretr.13.3.
2 c. ac. de partes del cuerpo cortar μῆλα ... ἐς βόθρον Od.11.36, κεφαλήν Hes.Th.280.
French (Bailly abrégé)
ἀποδειροτομῶ :
ao. ἀπεδειροτόμησα;
couper le cou à, acc..
Étymologie: ἀποδείρω, τέμνω.
German (Pape)
den Hals abschneiden, τινά, Il. 18.336, 23.22, Od. 11.35; Luc. Philopatr. 9.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδειροτομέω: (тж. ἀ. κεφαλήν Hes.) перерезывать горло, зарезывать, закалывать (τινα Hom., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδειροτομέω: ἀπαυχενίζω, κόπτω τὸν λαιμόν, ἐπὶ ἀνθρώπων, δώδεκα δὲ προπάροιθε πυρῆς ἀποδειροτομήσω Τρώων ἀγλαὰ τέκνα, «τοὺς τραχήλους ἀποτεμῶ» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 336, Ψ. 22, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 13. 3· ἐπὶ προβάτων, Ὀδ. Λ. 35· κεφαλήν ἀπ. Ἡσ. Θ. 280. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -τόμησις, ἡ, Εὐστ. 1145. 63.
English (Autenrieth)
(δειρή, τέμνω), fut. -ήσω, aor. ἀπεδειροτόμησα: cut the throat of, slaughter; ἐς βόθρον, i. e. over the trench, so that the blood might run into it, Od. 11.35.
Greek Monotonic
ἀποδειροτομέω: μέλ. -ήσω, σφαγιάζω αποκόπτοντας το κεφάλι ή το λαιμό κάποιου, σε Όμηρ.
Middle Liddell
to slaughter by cutting off the head or cutting the throat, Hom.