λύω
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
poet. imper.
A λῦθι Pi.Fr.85: fut. λύσω [ῡ] Il.1.29, etc.: aor. ἔλῡσα 18.244, etc.: pf. λέλῠκα Th.7.18, Ar.V.992 (ἀπο-), etc.:— Pass., pf. λέλῠμαι Il.8.103, etc.: plpf. ἐλελύμην [ῠ] Od.22.186, etc.: aor. ἐλύθην, Ep. λύθην [ῠ] 8.360, E.Hel.860, Th.2.103, etc.: fut. λῠθήσομαι Pl.Ti.41b, Isoc.12.116, etc., also λελύσομαι [ῡ] D.14.2, X. Cyr.6.2.37 (ἀπο-): Ep. aor. Pass. λύμην [ῠ] Il.21.80; λύτο [ῠ] ib.114, but λῦτο 24.1 (at beginning of line, v.l. λύτο); λύντο 7.16: also 3sg. opt. pf. λελῦτο Od.18.238:—Med., fut. λύσομαι Il.1.13, etc.: aor. ἐλυσάμην 14.214: pf. Pass. λέλῦμαι in med. sense, D.36.45, Arist.Rh. 1400a22 (cf. δια-, κατα-λύω): fut. λύσομαι in pass. sense, (δια-) Th.2.12, (ἐπι-) Lys.25.33 codd. (καταλύσεσθαι edd.), (κατα-) X.Cyr.1.6.9.—Homer uses all tenses exc. pf. Act., pres. and fut. Pass. [In pres. and impf. ῡ always in Att., ῠ mostly in Ep., though Hom. has ῡ twice, ἔλῡεν Il.23.513, λῡει Od.7.74; also in compds., ἀλλῡεσκεν 2.105, ἀλλῡουσαν ib.109: in fut. and aor. 1 ῡ always: in other tenses ῠ always, exc. in the forms λελῦτο, λῦτο (v. supr.).] (Cf. Lat. luo (pay), re-luo, solvo (for se-luo), solūtus, etc.):—loosen: I of things, unbind, unfasten, esp. clothes and armour, λῦσε δέ οἱ ζωστῇρα, θώρηκα, Il.4.215, 16.804; λ. παρθενίην ζώνην loose the maiden-girdle, of the husband after marriage, Od. 11.245; of the wife, λύοι χαλινὸν ὑφ' ἥρωϊ παρθενίας Pi.I.8(7).48; ἔνθα παρθένει' ἔλυσ' ἐγὼ κορεύματα E.Alc.177; so ἔλυσας . . ἅγνευμα σόν Id.Tr.501; freq. of the tackling of ships, λ. πρυμνήσια, ἱστία, λαῖφος, etc., Od.2.418, 15.496, 552, h.Ap.406, etc. (never in Il.); λ. πρύμνας, νεῶν πόδα, E.Hec.539,1020, etc.: abs., λύειν, of ships, set sail, λῦε, κυβερνήτα APl.1.6*.9 (Panteleus); ἀσκὸν λ. untie a skin (used as a bag), Od.10.47: freq. in Trag., λ. στολάς, πέπλον, S.OC1597, Tr.924; λ. ἡνίαν slacken the rein, Id.El.743; κλῄθρων λυθέντων when the gates have been opened, A.Th.396; λ. γράμματα, δέλτον, open a letter, E.IA38 (anap.), 307; λ. πέδας, δεσμά, A.Eu. 645 (Pass.), E.HF1123; ἀρβύλας A.Ag.945; ἀρτάνας . . δέρης ἔλυσαν loosed it from my neck, ib.876, cf. E.Hipp.781:—Med., ἀπὸ στήθεσφιν ἐλύσατο κεστὸν ἱμάντα undid her belt, Il.14.214; but λύοντο τεύχεα they undid the armour for themselves, i.e. stripped it off (others), 17.318; later λυσαμένα πλοκαμῖδας unbinding her hair, Bion 1.20, etc. b in various phrases, στόμα λ. open the mouth, E.Hipp.1060, Isoc.12.96; γλώσσας λ. εἰς αἰσχροὺς μύθους Critias 6.9 D.; λ. βλεφάρων ἕδραν wake up, E.Rh.8 (anap.); λ. ὀφρύν unfold the brow, Id.Hipp.290; λ. ἄχος ἀπ' ὀμμάτων S.Aj.706 (lyr.), etc. 2 of living beings, a of horses, etc., unyoke, unharness, opp. ζεύγνυμι, Od.4.35; ἐξ ὀχέων, ὑπὲξ ὀχέων, Il.5.369,8.504; ὑφ' ἅρμασιν 18.244; ὑπὸ ζυγοῦ Od.4.39: ὑπὸ ζυγόφιν Il.24.576; ὑπ' ἀπήνης Od.7.6 (also in Med., μὴ . . ὑπ' ὄχεσφι λυώμεθα μώνυχας ἵππους unyoke our horses, Il. 23.7; βόε λῦσαι Hes.Op.608); λύε μώνυχας ἵππους loosed them, Il.10.498; λ. κύνα let him loose, X.Cyn.6.13, etc. b of men, release, deliver, esp. from bonds or prison, and so, generally, from difficulty or danger, Il.15.22, Od.8.345, 12.53, D.24.206, etc.; ὁ λύσων he that shall deliver, A.Pr.771,785: c. gen. rei, τὸν . . θεοὶ κακότητος ἔλυσαν Od.5.397, cf. Pi.P.3.50, etc.; λ. τινὰ δεσμῶν A.Pr.1006; ὄκνου S. Tr.181; τὼ . . ἐκ δεσμοῖο λύθεν Od.8.360, cf. Pi.O.4.23, A.Pr.873, E.Hipp.1244, Pl.R.360c; also λ. δόμους ἁβρότατος rob the house of... Pi.P.11.34; λ. τινὰ τῆς ἀρχῆς depose him from... D.S.13.92:—Med., prop. get one loosed or set free, λύσασθαί τινα δυσφροσυνάων Hes.Th.528; ὅσπερ Ἰὼ πημονᾶς ἐλύσατο A.Supp.1065 (lyr.):—Pass., λυθῆναι τὰς πέδας D.S.17.116; λέλυται γὰρ λαὸς ἐλεύθερα βάζειν, ὡς ἐλύθη ζυγὸν ἀλκᾶς has been let loose to speak, since the yoke was loosed, A.Pers.592 (lyr.). c of prisoners, release on receipt of ransom, admit to ransom, release, Il.1.29, 24.137,555, etc.; λ. τινά τινι 1.20, 24.561, Od.10.298; Σαρπηδόνος ἔντεα καλὰ λύσειαν would give them up, Il.17.163; in full, λ. τινὰ ἀποίνων 11.106; χρημάτων μεγάλων Hdt.2.135 (Pass.); ἀνὴρ ἀντ' ἀνδρὸς λυθείς Th.5.3:—Med., release by payment of ransom, get a person released, redeem, Il.1.13, 24.118, al., Od.10.284,385, Pl.Mx.243c, D.19.229; λύσασθαί τινας ἐκ πολεμίων Lys.12.20; ἵππον X.An.7.8.6; ὅσους αὐτὸς ἐλυσάμην τῶν αἰχμαλώτων D.19.169; λ. τινὶ τὸ χωρίον Id.50.28; ἑαυτοὺς λ. pay their own ransom, Id.19.169; buy from a pimp, Ar.V.1353. d λελύσθαι τῶν νόμων, = Lat. legibus solvi, D.C.53.18. 3 give up, [θρόνον] λῦσον ἄμμιν Pi.P.4.155. II resolve a whole into its parts, dissolve, break up, λ. ἀγορήν dissolve the assembly, Il.1.305; ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει Od.2.69, etc.:—Pass., λῦτο δ' ἀγών Il.24.1; μὴ λυθείη ἡ στρατιά X.Cyr.6.1.2; πρὶν <ἂν> . . ἡ ἀγορὰ (market) λυθῇ Id.Oec. 12.1; λυθείσης τῆς συνουσίας Plb.5.15.3. 2 of concrete objects, σπάρτα λέλυνται, i. e. have rotted, Il.2.135; ῥαφαὶ δ' ἐλέλυντο ἱμάντων Od.22.186; λ. τὴν σχεδίην break it up, Hdt.4.97; [τὴν γέφυραν] X. An.2.4.17; τὴν ἀπόφραξιν ib.4.2.25. 3 esp. of physical strength, loosen, i. e. weaken, relax, λῦσε δὲ γυῖα made his limbs slack or loose, i. e. killed him, Il.4.469, al.; ὅς τοι γούνατ' ἔλυσα 22.335; πολλῶν τε καὶ ἐσθλῶν γούνατ' ἔλυσεν 5.176, etc.; ἀλλά οἱ αὖθι λῦσε μένος 16.332; πέλεκυς λῦσεν . . βοὸς μένος Od.3.450, cf. Il.17.29; but οἵ μοι καμάτῳ . . γούνατ' ἔλυσαν made my knees weak with toil, Od.20.118:—Pass., λύντο δὲ γυῖα, etc., as the effect of death, sleep, weariness, fear, Il. 7.16, etc.; καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο 13.85, cf. Od.8.233; αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ Il.21.114,425; λύθη ψυχή τε μένος τε 5.296, etc.; λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα Od.4.794, 18.189; λέλυται γυίων ῥώμη A.Pers.913 (anap.); λύεται δέ μου μέλη E.Hec.438; λέλυμαι μελέων σύνδεσμα Id.Hipp.199 (anap.). b λύει βλέφαρα closes her eyes in sleep, S.Ant.1302. c metaph., λ. τὴν ἐν ταῖς ψυχαῖς πρὸς μάχην παρασκευήν X.HG7.5.22. 4 undo, bring to naught, destroy, πολίων κάρηνα Il.9.25; Τροίης κρήδεμνα 16.100, Od.13.388, cf. B.Fr.16.7: generally, put an end to, νείκεα Il.14.205; μελεδήματα 23.62; ἔριν E.Ph.81, AP9.316.12 (Leon.); πόλεμον Th.5.31; ἐπιμομφάν Pi.O.10(11).9; μέμψιν Democr.271; φόβον A.Th.270; φόβον καὶ τὴν ὑποψίαν Polystr.p.7 W., cf. Epicur.Sent.12; μοχθήματα S.OC1616; ἀνάγκας E.Supp.39; βίον, i.e. die, Id.IT692; αἰῶν' ἔλυσε, i.e. died, B.1.43; λ. τὸ τέλος βίον S.OC1720 (lyr.); μαχας Ar. Pax991 (anap.); νοσήματα Diocl.Fr.35 (Pass.), cf. Gal.6.476; κόπους Dsc.Eup.1.220; forgive, ἁμαρτήματα LXXJb.42.9. b in Prose, λ. νόμους repeal or annul laws, Hdt.3.82, D.3.10, Arist.Pol.1269a15; οὐθὲν τῶν περὶ τὴν πολιτείαν ib.1298b31; λ. ψήφῳ τὸ παράνομον Aeschin. 3.197 (Pass.), etc.; ἐπεὶ ἐκεῖνοι ἔλυσαν τὰς σπονδὰς λελύσθαι μοι δοκεῖ ἡ ἐκείνων ὕβρις καὶ ἡ ἡμετέρα ὑποψία X.An.3.1.21; rescind a vote, ψῆφον λύει ὁ νόμος D.24.2; revoke a will, διαθήκην Is.6.33, etc. (but in Pass., to be opened, of a will, POxy.715.19 (ii A. D.), etc.); unbind a spell, Iamb.Myst.3.27:—Pass., λέλυται πάντα all ties are broken, all is in confusion, D.25.25. c as a technical term, solve a difficulty, a problem, a question, λύεται ἡ ἀπορία Pl.Prt.324e, al.; λ. ζήτημα Gal.6.436. d refute an argument, Pl.Grg.509a, Arist.Rh.1402b24,al.; cf. λύσις 11.4b, λυτικός 11. e unravel the plot of a tragedy, opp. πλέκειν, Id.Po.1456a10. f λ. τὴν φάσιν, of the Moon, pass out of, Vett. Val.134.1, cf. 2. 5 break a legal agreement or obligation, τὸν νόμον Hdt.6.106; τὰς σπονδάς Th.1.23, 78, cf. 4.23, al.; τὰ συγκείμενα Lys.6.41; σίς κε τὰς ϝρήτας τάσδε λύση whoso breaks this agreement, Inscr.Cypr.135.29 H. 6 in physical sense, dissolve, λύθεν, opp. πάγεν, Emp.15.4; τὸ θερμὸν λύει, opp. πήγνυσι, Arist.Mete.384b11, cf. 382b33 (Pass.); ἀμμωνιακὸν ὄξει λύσας Gal.11.106; melt, παγείσας χιόνας Hdn.8.4.2; τι πυρὶ λ. Hippiatr.52. 7 of medicines, λ. τὴν κοιλίαν Arist.Pr.863b29, cf. Hp.Acut.(Sp.)38, Diocl.Fr.140; so of the effects of terror, Arist.Pr.877a32 (Pass.). 8 resolve into, in Pass., Heph.8, 10, Aristid. Quint.1.28. III solve, fulfil, accomplish, τὰ τοῦ θεοῦ μαντεῖα S.OT407; ὅρκον Plb.6.58.4. IV atone for, make up for, τὰς πρότερον ἁμαρτίας Ar.Ra. 691; λύσων ὅσ' ἐξήμαρτον S.Ph.1224; λ. φόνον φόνῳ Id.OT101, E. Or.511; αἱ πρόσοδοι λύουσι τἀναλώματα Diph.32.5:—Med., τῶν πάλαι πεπραγμένων λύσασθ' αἷμα . . δίκαις A.Ch.804 (lyr.). V μισθὸν λύειν pay wages in full, quit oneself of them, used only in cases of obligation, X.Ages.2.31. 2 τέλη λύειν, = λυσιτελεῖν, pay, profit. avail, ἔνθα μὴ τέλη λύει φρονοῦντι where it boots not to be wise, S.OT 316: but more freq. λύει without τέλη, construed like λυσιτελεῖ, abs., λύει δ' ἄλγος E.Med.1362, cf. PSI4.400.16: c. dat. pers., φημὶ τοιούτους γάμους λύειν βροτοῖσιν E.Alc.628, cf.Hipp.441: c. inf., πῶς οὖν λύει . . ἐπιβάλλειν; Id.Med.1112 (anap.); ἐμοί τελύειτοῖσιμέλλουσιν τέκνοις τὰ ζῶντ' ὀνῆσαι it is good for me to benefit my living children by means of those to come, ib.566; λύει ἀπελθεῖν UPZ77i12 (ii B.C.): c. acc. et inf., λύει γὰρ ἡμᾶς οὐδέν, οὐδ' ἐπωφελεῖ, . . θανεῖν it is not expedient that we should die (οὐδ' ἐπωφελεῖ being parenthetic), S.El. 1005; οὐ γάρ με λύει . . κακορροθεῖσθαι E.Sthen.Prol.35; cf. λυσιτελέω.
German (Pape)
[Seite 74] λύσω, ep. aor. syncop. λύμην, Il. 21, 80, λύτο, λύντο, λελῦτο (Bekker λελῦντο) ist Od. 18, 238 optat. perf. pass., λελύσεται, Dem. 14, 2, – lösen; – 1) losmachen, losknüpfen, losbinden, Kleidungs- u. Waffenstücke, λῦσε δέ οἱ θώρηκα, Il. 16, 804, u. im med., λύσασθαι ἱμάντα, sich den eigenen Gürtel lösen, 14, 214, aber λύοντο δὲ τεύχεα, sie nahmen ihnen, den Anderen die Waffen ab, um sie als Waffenbeute für sich zu behalten, 17, 318; – ζωστῆρα, den Gürtel abbinden, Il. 4, 215, u. ζώνην παρθενίην λύειν, den jungfräulichen Gürtel lösen, d. i. der Jungfrau zum erstenmale beiwohnen, Od. 11, 245; ähnlich λύοι χαλινὸν ὑφ' ἥρωϊ παρθενίας Pind. I. 7, 52; ἔνθα παρθένει' – ἔλυσ' ἐγὼ κορεύματα Eur. Alc. 175; ὁ δ' αὐτίκα λύσατο μίτρην Musaeus. – Uebertr. auch ὄφρ' οἶοι Τροίης ἱερὰ κρήδεμνα λύωμεν, Il. 16, 100, wie Od. 13, 388 (s. unten). – Von den Schiffstauen öfter, τοὶ δὲ πρυμνήσι' ἔλυσαν, Od. 2, 418. 15, 552, womit λύον ἱστία, ib. 496, zu vergleichen; u. ähnl. λαῖ. φος, πείρατα, ὅπλα νηός, Od., wie νεῶν πόδα, Eur. Hec. 1020; ἀσκὸν μὲν λῦσαν, sie banden den Schlauch auf, Od. 10, 47, wie Eur. El. 511; – ὑπαί τις ἀρβύλας λύοι τάχος, Aesch. Ag. 919, πέδας, Eum. 615, κλείθρων λυθέντων, Spt. 378; λύει τὸν αὑτῆς πέπλον, soph. Tr. 920, στολάς, O. C. 1593, auch ἡνίαν, den Zügel losmachen, nachlassen, El. 733; γράμματα, δέλτον, auflösen, öffnen, Eur. I. A. 38. 307; κλῇθρα μοχλοῖς, I. T. 99; vgl. διαθήκας λύειν, D. C. 55, 9, s. unten 4. – Λέλυκα στόμα, Isocr. 12, 96; vgl. Eur. Hipp. 1060, wie γλώσσας ἐς αἰσχροὺς μύθους, Criti. bei Ath. X, 432 e. – 2) losspannen, abspannen, ἵππους ἐξ ὀχέων, Il. 5, 369, wie ὑπὲξ ὀχέων, 8, 504 u. öfter; auch ἔλυσαν ὑφ' ἅρμασιν ὠκέας ἵππους, 18, 244, wie ὑπὸ ζυγόφιν, 24, 576, u. ohne weitern Zusatz, ἵππους, u. im med., λύεσθαι ἵππους ὑπ' ὄχεσφι, seine Pferde vom Wagen, eigtl. unter das Joch weg, losspannen, 23, 7. 11; βόε λῦσαι, Hes. O. 610, Ggstz ζεύγνυμι. Ueberh. – 3) losbinden, Od. 12, 53. 163, u. dah. befreien, aus Gefangenschaft auslösen, τὴν δ' ἐγὼ οὐ λύσω, ich werde sie nicht freigeben, Il. 1, 29, ἦλθε λυσόμενος – θύγατρα, um seine Tochter auszulösen, ib. 13; αἶψά κεν ἔντεα καλὰ λύσειαν, 17, 163, ὅπως λύσειεν Ἄρηα, Od. 8, 345, öfter; vgl. noch ἀλλ' ἄγε δὴ λῦσον, νεκροῖο δὲ δέξαι ἄποινα, 24, 137, u. ἔλυσεν ἀποίνων, er gab ihn um Lösegeld los, 11, 106. Aus Noth u. Gefahren befreien, λύειν τινὰ κακότητος, Einen vom Elend erlösen, Od. 5, 397. 13, 321; vgl. Pind. ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας, Ol. 4, 23, wie ἐκ πενθέων λυθέντες, I. 7, 6; τίς οὖν ὁ λύσων σ' ἔσται, der Befreier, Aesch. Prom. 773; ὃς πόνων ἐκ τῶνδ' ἐμὲ λύσει, 875, λῦσαί με δεσμῶν τῶνδε, 1008, u. im med., ὅςπερ Ἰὡ πημονᾶς ἐλύσατο, Suppl. 1051; πρῶτος ἀγγέλων ὄκνου σε λύσω, Soph. Tr. 180; τῆς νῦν παρούσης πημονῆς λύσεις βάρος, El. 927; δεσμὰ παιδός, Eur. Herc. Fur. 1123. Auch in Prosa, λύουσιν οἱ ἕνδεκα Σωκράτη, Plat. Phaed. 59 e; ἐκ δεσμῶν, Rep. II, 360 c; αἱ νεωστὶ ἐκ δουλείας λελυμέναι, IX, 574 d; λύσασθαι ἐκ τῶν πολεμίων, loskaufen, Lys. 19, 59; Xen. An. 7, 8, 6; χρημάτων, Her. 2, 135; λυθεὶς ἀνὴρ ἀντ' ἀνδρός, Thuc. 5, 3. Aber λύειν τινὰ ἀρχῆς ist = absetzen, D. Sic. 13, 92. – 4) auflösen, aufheben, ἀγορήν, Il. 1, 305, λύτο ἀγών, 24, 1, θέμις ἀνδρῶν ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει, Od. 2, 69. – Daher = einen Streit beilegen, schlichten, νείκεα, Od. 7, 74, vgl. Il. 14, 502. 304; νεῖκος οὐκ ἐν ἀργύρου λαβῇ ἔλυσεν, Aesch. Suppl. 914; νεῖκος πατρί, Eur. Hipp. 1442; ἔριν, Phoen. 81; – so auch ἀπορίαν, eine Schwierigkeit beseitigen, eine schwierige Frage lösen, Plat. Prot. 324 e Rep. VIII, 556 a; oft bei Arist. u. Rhett., bei denen es auch geradezu die Bdtg »widerlegen« annimmt, vgl. Arist. rhet. 2, 25. Pol. πόλεμον, πολιορκίαν λύειν, beilegen, aufheben, 25, 5, 1. 2, 9, 9, συνουσίαν, 5, 15, 3. – Auch = Schmerzen, Sorgen stillen, beschwichtigen, mildern, ὕπνος λύων μελεδήματα θυμοῦ, Il. 23, 62 Od. 20, 56 u. öfter bei sp. D. – Auch stärker, geradezu vernichten, zerstören, πολίων κάρηνα, Il. 2, 118, wohin auch der oben angeführte bildliche Ausdruck Τροίης κρήδεμνα λύωμεν gehört; Τρώων ἔλυσε δόμους, Pind. P. 11, 34; γέφυραν, die Brücke abbrechen, Xen. An. 2, 4, 17; νόμους, Gesetze aufheben, abschaffen, Her. 3, 82; ὅρκον, den Eid brechen, Xen. An. 3, 2, 10; Pol. 6, 58 u. A.; so auch πίστιν, σπονδάς u. ähnliche; τὴν ψῆφον λύει καὶ ποιεῖ τοῦ μηδενὸς ἀξίαν, Dem. 24, 2, den Beschluß umstoßen, wie διαθήκην, Isae. 1, 3. 6, 33. – Woran sich die bei Hom. so häufige Vrbdg γυῖα, γούνατα, ἅψεα λύειν τινός od. τινί reiht, die Glieder lösen, erschlaffen machen, theils als Ausdruck für »tödten«, »erschlagen«, bes. in der Il. häufig, auch λῦσε βοὸς μένος, Od. 3, 450, theils die Ermattung, Ermüdung, die Folge des Schlafes, Schreckens, Staunens bezeichnend, καμάτῳ θυμαλγέϊ γούνατ' ἔλυσαν ἄλφιτα τευχούσῃ, Od. 20, 118, σὴ δὲ βίη λέλυται, von Altersschwachen, Il. 8, 103, auch von morschen Stricken, σπάρτα λέλυνται, 2, 135; so auch bei den Tragg., λέλυται γὰρ ἐμῶν γυίων ῥώμη Aesch. Pers. 877, λέλυμαι μελέων σύνδεσμα Eur. Hipp. 199. – 5) τέλη, μισθοὺς λύειν, Abgaben, Sold bezahlen, u. so von Dingen, zu deren Abtragung man verpflichtet ist, sich von einer Schuld, Verpflichtung losmachen, auch übertr., λύσων ὅσ' ἐξήμαρτον ἐν τῷ πρὶν χρόνῳ, Soph. Phil. 1208; τὰς πρότερον ἁμαρτίας, abbüßen od. wieder gut machen, Ar. Ran. 690; φόνῳ φόνον λύσει; Eur. Or. 510. – Dah. auch = λυσιτελεῖν, eigtl. λύειν τέλη, die Kosten ersetzen, nützen, Soph. O. R. 317; τινί, öfter bei Eur., vgl. Med. 566. 1112. 1362 Alc. 631. – [Υ, im praes. u. impf. kurz, ist Il. 23, 513 Od. 7, 74 lang gebraucht in der Bershebung, in der es auch bei attischen Dichtern lang wird. Bei sp. D., wie Ap. Rh. 3, 822, zuweilen auch in der Verssenkung lang. was sich auch schon in ἀλλϋεσκεν Od. 2, 105. 109 findet; im fut. u. aor. act. u. med. ist υ stets lang, im perf. u. plus qpf. aber act. u. pass., wie im aor. pass. kurz, nur. Il. 24. 1 ist λύτο im Anfange des Verses mit langem υ gebraucht, also mit Vekker λῦτο zu schreiben; λύμην mit kurzem υ steht Il. 21, 80, wie λύτο 21, 114.]