μόρος
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
ὁ, (μείρομαι A)
A = μοῖρα 111.1, fate, destiny, poet. and Ion. Prose: c. inf., μόρος [ἐστὶν] ὀλέσθαι 'tis my doom to die, Il.19.421; ὑπὲρ μόρον beyond destiny, of those who by their own fault add to their destined share of misery, 20.30, Od.1.34, etc. (to be written divisim, cf. μοῖρα; but cf. ὑπέρμορα, ὑπερμόρως). II doom, death, ὅτε μιν μόρος αἰνὸς ἱκάνοι Il.18.465, cf. Pi.P.3.58, etc.; νῦν δ' . . ἦλθέ ποθεν σωτήρ, ἢ μόρον εἴπω; A.Ch.1074 (anap.); in Hdt. always of a violent death, τοιούτῳ μόρῳ ἐχρήσατο 1.117; κακὸς μόρος, θάνατός τε μόρος τε, Il.21.133, Od.9.61, etc.; μόρῳ ἀνοσίῳ, αἰσχίστῳ, Hdt.3.65, 9.17, etc.; μ. λευγαλέῳ S.Fr.785: also in pl., Heraclit.20, 25, S.Ant.1313, 1329 (lyr.). 2 corpse, αἱματηφόρους μόρους A.Th.420 (lyr.); νέος νέῳ ξὺν μόρῳ ἔθανες S.Ant.1266 (lyr.), cf. AP7.404 (Zon.). III a measure of land in Locris, Berl.Sitzb.1927.8 (v B. C.); at Mytilene, IG12(2).74 B 3. IV Μόρος personified, Hes.Th.211 (never in Trag., cf. τόνδε Μοῖρ' ἐπορσύνεν μόρον A.Ch.911).
German (Pape)
[Seite 208] ὁ (μείρομαι), wie μοῖρα, das den Menschen von dem Schicksal Zugetheilte, das Loos, Ge schi ck; οἶδα, ὅ μοι μόρος ἐνθάδ' ὀλέσθαι, Il. 19, 421, daß es mein Loos ist; ὑπὲρ μόρον, über das Geschick hinaus, wider das Geschick (vgl. ὑπέρμορον). So auch Tragg.; θνητοὺς ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι μόρον, Aesch. Prom. 248; τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν, Soph. Ant. 461, vgl. 1311. Bes. unglückliches Geschick; vom gewaltsamen Tode, oft Hom.; ὅτε μιν μόρος αἰνὸς ἱκάνοι, Il. 18, 465; οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς θῆκε κακὸν μόρον, 6, 357; ὀλέεσθε κακὸν μόρον, 21, 133; neben θάνατος, Od. 9, 61 u. öfter, wie τίη δὲ σὺ Τηλεμάχῳ θάνατον τε μόρον τε ῥάπτεις; 16, 421; ἐνέσκιμψεν μόρον, Pind. P. 3, 58; ἐχθρότατον δώσειν μόρον, N. 1, 66; der Tod, oft bei Tragg., ἀπροσδόκητος δ' αὐτὸν αἰφνίδιος μόρος τοῦ ζῆν ἀπεστέρησεν, Aesch. Prom. 680; λευστήρ, der Steinigungstod, Spt. 181; τεθνᾶσιν αἰσχρῶς δυσκλεεστάτῳ μόρῳ, Pers. 438, u. sehr oft; μόρον κοινὸν κατειργάσαντο, Soph. Ant. 56, öfter; ἐπὶ μόρῳ θανατόεντι, Eur. I. A. 1288; Bacch. 337 u. öfter; gewaltsamer Tod ist es auch bei Her. 1, 117; τούτῳ τῷ μόρῳ διεφθάρησαν, 5, 21, wie διαφθαρῆναι αἰσχίστῳ μόρῳ, 9, 17; sonst nur in späterer Prosa einzeln u. in der Anth.; bei Diod. Zon. 9 (VII, 404), οὐ γάρ σευ μήτηρ – εἶδεν ἁλίξαντον σὸν μόρον εἰνάλιον, scheint es geradezu für νέκυς zu stehen. – Als mythische Person ist Μόρος Sohn der Nacht, Hes. Th. 211. – Nach Eust. soll bei den Cypriern μόρος auch = ὀξύς gewesen sein, wovon einige Alte ἰόμωρος ableiteten.