ἄλοχος

From LSJ
Revision as of 19:37, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλοχος Medium diacritics: ἄλοχος Low diacritics: άλοχος Capitals: ΑΛΟΧΟΣ
Transliteration A: álochos Transliteration B: alochos Transliteration C: alochos Beta Code: a)/loxos

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ἡ, (-copul., λέχος) poet.,

   A partner of one's bed, wife, Il.1.114, Od.3.403, al., A.Pers.63, S.OT181, E.Fr.543, etc., cf. Arist.Pol.1253b7; ἄλοχον εἰς δόμους ἄγειν Theodect.13.    2 leman, concubine, Il.9.336, Od.4.623.    II (- priv.) unwedded, ἄ. οὖσα τὴν λοχείαν εἴληχε, of Artemis, Pl.Tht.149b, cf. Porph.ad Il.11.155.

German (Pape)

[Seite 109] ἡ, 1) (ἀ copulat. u. λέχος), Bett-, Ehegenossin, Gattin, bei Dichtern; auch Kebsweib, Il. 9, 336, vgl. Od. 4, 623. 9, 115 Iliad. 21, 499; Gegensatz δούλη Iliad. 3, 409; Od. 14, 202 ἄλλοι υἱέες γνήσιοι ἐξ ἀλόχου (Scholl. v. l. ἀλόχων)· ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε μήτηρ παλλακίς, ἀλλά με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα, Iliad. 1, 114 κουριδίη ἀ., μνηστή 9, 556, μνηστὴ κουριδίη 11, 242, πολύδωρος 6, 394. ἄλοχος δέσποινα Od. 3, 403, ἀ. θυμαρέα Iliad. 9, 336, κεδνὰ ἰδυῖα Od. 20, 57, θυμαρέα κεδνὰ ἰδυῖαν Od. 23, 232, φίλη Iliad. 6, 482, αἰδοίῃς Iliad. 6, 250. 21, 460 Od. 10, 11, ἰφθίμη Od. 12, 452, ἀντιθέη 11, 117, κεδνή 1, 432, ἀμφιδρυφής Iliad. 2, 700, οὐλομένη Od. 4, 92; ἄξομαι ἀμφοτέροις ἀλόχους Od. 21, 214; γήμαντι μνηστὴν ἄλοχον, εἰκυῖαν ἄκοιτιν Iliad. 9, 399; neben Ἕκτορος ἄλοχος, Τρώων ἄλοχοι Iliad. 6, 238, ἀριστήων Od. 11, 227, κουριδίη Μενελάου Il. 7, 392 u. s. w. Iliad. 14, 317 Ἰξιονίης ἀλόχοιο, Od. 3, 264 Ἀγαμεμνονέην ἄλοχον, wie z. B. σὴ ἄλοχος Iliad. 21, 512, ἡμέτεραι ἄλοχοι 2, 136; πρίν τινα πὰρ Τρ ώων ἀλόχῳ κατακοιμηθῆναι 2, 355. – 2) (ἀ privat. -λόχος) bei Plat. Theaet. 149 b die noch nicht geboren hat, Jungfrau, Artemis.