φεύγω
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
Il.21.472, etc.: Ep. inf. φευγέμεν, φευγέμεναι, 10.147, 21.13; impf.
A ἔφευγον 22.158, etc., Poet. φεῦγον 9.478, Tyrt.5.8, Pi.N. 9.13: iter. φεύγεσκον Il.17.461, Hdt.4.43: fut. φεύξομαι Il.18.307, etc.; also φευξοῦμαι in E. and Com., E.Med.341, 346, Hel.500,1041, Ba.659, Ar.Ach.203 (cod. R), 1129, Pl.447, Av.932 (ἀπο-), Men. 283 (but dub. where found in Att. Prose, Pl.Lg.635c, al., D.38.19; φευξεῖται is dub. l. in IPE12.24.11 (Olbia, iv B. C.); fut. Act. ἐκ-φεύξω only late, v.l. in Aesop.349b, cf. Chambry ii p.479): aor. ἔφῠγον, Ion.φύγεσκον Od.17.316: pf. πέφευγα Hdt.7.154 codd. (v. infr.11.1a); opt. πεφεύγοι Il.21.609 (ἐκ-πεφευγοίην S.OT840), part. πεφευγότες Od.1.12; part. pf. Pass. πεφυγμένος in act. sense, Il.6.488, Od.1.18, etc. (in pass. sense, Epicur.Fr.423); Ep. πεφυζότες (cf. φύζα) Il.21.6,528, 532, 22.1, later sg. πεφυζώς Nic.Th.128; Aeol. πεφύγγων, v. φυγγάνω:—Med., μὴ φεύγησθε Anon.Hist. in PLit.Lond.115: aor. 1 δια-φεύξασθαι Decr.Ath. in Hp.Ep.25. I abs., flee, take flight, opp. διώκω, Il.22.157, etc.; βῆ φεύγων ἐπὶ πόντον 2.665; πῇ φεύγεις; 8.94; πόσε φεύγετε; 16.422; ποῖ φύγωμεν . . χθονός; A.Supp.777 (lyr.); ποῖ τις οὖν φύγῃ; S.Aj.403 (lyr.); ἐνθένδε ἐκεῖσε φ. Pl.Tht.176b: with Preps., φ. ἀπό τινος Od.12.120; φεύξονται ἀφ' ἑαυτῶν εἰς φιλοσοφίαν Pl.Tht.168a, etc.; ἐκ πολέμοιο, ἐκ θανάτοιο, Il.7.118, 20.350; ἐκ κακῶν πεφευγέναι S.Ant.437, cf. Hdt.1.65; ὑπὲκ κακοῦ Il.15.700, cf. 17.461 (rarely c. gen. only, πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων (v. infr. 11) Od.1.18; τῆς νόσου πεφευγέναι S.Ph.1044); φ. ἐς πατρίδα γαῖαν Il. 2.140, 159, al.; ἐπὶ Σάρδεων, ἐπὶ τὸν Ἑλικῶνα, X.Cyr.7.2.1, Ages. 2.11; πρὸς τὸ ὄρος Id.HG3.5.19; ὑπὸ γᾶν A.Eu.175 (lyr.); ὑπὸ δελφῖνος ἰχθύες φ. Il.21.23, cf. 554 (cf. infr. 111.2): c. acc. cogn., φύγε λαιψηρὸν δρόμον ran the course full swiftly, Pi.P.9.121; τίνα φυγὴν φευξούμεθα; E.Hel.1041; φ. τὴν παρὰ θάλασσαν (sc. ὁδόν) flee by the shore route, Hdt.4.12; cf. infr. 111; for φυγῇ φεύγειν, v. infr. 11.1, φυγή 1.1. 2 pres. and impf. tenses prop. express only the purpose or endeavour to get away: hence part. φεύγων is added to the compd. Verbs καταφεύγω, ἐκφεύγω, προφεύγω, to distinguish the attempt from the accomplishment, βέλτερον, ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἠὲ ἁλώῃ it is better that one should flee and escape than stay and be caught, Il.14.81; φεύγων ἐκφεύγει Hdt.5.95, cf. Ar.Ach.177; φ. καταφυγεῖν Hdt.4.23. 3 φ. εἰς . . have recourse to . . take refuge in... ἐς τοὺς ἀφώνους μάρτυρας E.Hipp.1076. 4 c. inf., shun or shrink from doing, Hdt.4.76, Antipho 1.13, Pl.Ap.26a; with inf. omitted, φεύγουσι γάρ τοι χοἱ θρασεῖς shrink back, S.Ant. 580. II c. acc., flee, avoid, escape, Ἕκτορα Il.11.327, etc.; φ. τινὰ ἐκ μάχης Hdt.7.104; φ. ἐς τὴν Ἀσίην τοὺς Σκύθας Id.4.12; φ. θάνατον Il.1.60; ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον, οἴκοι ἔσαν πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν Od.1.11; ἔφυγον κακόν, εὗρον ἄμεινον, formula used by μύσται, D.18.259; with modal dat., φ. ὄνειδος λόγοις, ἀμαχανίαν ἔργῳ, Pi.O.6.90, P.9.92; avoid, shun, χρὴ . . φεύγειν τὰ παχύνοντα Gal.Vict.Att.12; τὴν ἀργίαν καὶ τὴν ἀκινησίαν τοῦ σώματος Sor.1.93, cf. 46, al.; φόνον φ. flee the consequences of the murder, E.Med.796; αἷμα συγγενὲς φ. χθονός Id.Supp.148; τὰν Διὸς μῆτιν φ. A.Pr.906 (lyr.); ὀσμὴν... μὴ βάλῃ, πεφευγότες S.Ant.412; φεύγων φυγῇ τὸ γῆρας Pl.Smp.195b; ἐς πόντον . . φύγε πέτρας νηῦς Od. 10.131; οὐδεμία [πόλις] πέφευγε (sed fort. leg. ἀπέφυγε) δουλοσύνην πρὸς Ἱπποκράτεος at the hands of... Hdt.7.154: part. pf. Pass. also retains the acc. in Hom. in periphrastic phrases, μοῖραν δ' οὔ τινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι ἀνδρῶν Il.6.488; πεφυγμένον ἔμμεν ὄλεθρον Od.9.455; οὔ οἱ νῦν ἔτι γ' ἔστι πεφυγμένον ἄμμε γενέσθαι Il.22.219, cf. h.Ven. 34:—but in pass. sense, τὸ πάραυτα πεφυγμένον κακόν Epicur.l.c. b seek to avoid, shirk, στρατείαν D.21.162; εἰ τοῦτο φεύξονται καὶ μὴ 'θελήσουσι ποιεῖν Id.20.138; so in aor., ἢν φύγῃ τις, ζημιοῦν Ar.Ach. 717. 2 of things, ἡνίοχον φύγον ἡνία escaped, slipped from his hands, Il.23.465; Νέστορα δ' ἐκ χειρῶν φύγον ἡνία 8.137, cf. 11.128; τὸ φεῦγον the part which slips, X.Eq. 10.9, cf. Hp.Off.9, Gal.18(2).735: c. dupl. acc., ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων Il.4.350, Od.1.64, etc. b of wine, 'go off', turn sour, Gp.7.7.8. III flee one's country, Il. 9.478, Od.13.259; οἱ φεύγοντες the exiles, Th.1.24, X.Ages.7.6; πατρίδα φ. Od.15.228, X.Cyr.3.1.24; τὴν αὑτοῦ Th.5.26; ἅπασαν τὴν Ἀθηναίων ξυμμαχίδα IG12.10.30; φ. ἐξ Ἄργεος Od.15.224, cf. Th.8.85; ἐξ Ἀθηνέων, ἐκ τῆς πατρίδος, Hdt.6.103, X.An.1.3.3. 2 φ. ὑπὸ Σκυθέων to be expelled, driven out by . . Hdt.4.125: but esp. to be exiled, φ. ὑπὸ τοῦ δήμου Id.5.30, X.HG1.1.27; φ. ἐξ Ἀρείου πάγου by their sentence, Din.1.44: also c. acc., φ. Πεισιστρατίδας Hdt. 5.62. 3 abs., go into exile, live in banishment, A.Ag.1668 (troch.), Antipho 2.2.9, Pl.Mx.242b; δύο ἔτη φευγέτω Id.Lg.867c; φ. ἀειφυγίαν to be banished for life, ib. 871d, al.; φεόγειν Ἀμφίπολιν ἀειφυγίην SIG194.3, cf. 24 (Amphipolis, iv B. C.); but also ἐν ἀειφυγίᾳ Pl.Lg. 877e; φεύγων ἀπ' οἴκων ἃς ἐγὼ φεύγω φυγάς E.Andr.976; φεύγοντες being in exile, opp. φυγόντες having gone into exile, Lys.14.33; with play on words, "μέχρι τίνος φεύξῃ, Ἀρκαδίων; καὶ ὅς, ἔς τ' ἂν τοὺς ἀφίκωμαι οἳ οὐκ ἴσασι Φίλιππον" Duris 3 J. IV as law-term (mostly in pres. and impf., but cf. Lys.12.4 (v. infr.)), to be accused or prosecuted at law: ὁ φεύγων the accused, defendant, Ar.V.893, Pl.R.405b, etc.; opp. διώκω, οὔτε φεύγων ἁλοὺς οὔτε διώκων ἡττηθείς D.23.66; c. acc., φ. γραφάς, δίκην, Ar.Eq.442 (lyr.), Nu.167; ὑπό τινος δίκας φ. Pl.Ap. 19c, cf. D.49.1; οὐδενὶ πώποτε οὔτε ἡμεῖς οὔτε ἐκεῖνος δίκην οὔτε ἐδικασάμεθα οὔτε ἐφύγομεν Lys. l. c.; φ. ἀπολογίας Aeschin.3.201; the crime being added in gen., φόνου δίκην φ. Antipho 5.9; γραφὰς φ. παρανόμων D.18.235; more freq. c. gen. only, φ. φόνου to be charged with murder, Lys.10.31, Lycurg.133, etc.; φ. δειλίας Ar. Ach.1129; ξενίας Id.V.718 (anap.); with gen. of the penalty, ἐὰν . . φεύγῃ δεσμῶν OGI218.92 (Ilium, iii B. C.); also περὶ θανάτου φ. Antipho 5.95; φ. ἐπὶ μηνύσει τινός And.1.18; ἀσεβείας φ. ὑπό τινος is accused of impiety by... Pl.Ap.35d; rarely of things, τὸ φεῦγον ψήφισμα the decree that is on its defence, the decree in question, D.23.58:—in Hdt.7.214 αἰτίην φ. has the older sense, flee from a charge, quit one's country on account of a charge. 2 plead in defence, δεῖ τοί σε φεύγειν . . ὡς οὐκ ἔχουσι κῦρος [οἱ νόμοι] A.Supp.390; ἔφευγε μὴ εἰδέναι pleaded ignorance, S.Ant.263, (Cf. Lat.fugio, Goth. biugan 'bend', etc.)
German (Pape)
[Seite 1266] fut. φευξοῦμαι, seltner φεύξομαι, Hom. u. Folgde; bei Plat. z. B. φευξεῖται, φευξεῖσθαι, Legg. I, 635 bc, φεύξεται, φευξόμεθα, Rep. IX, 592 a Theaet. 181 a; bei sehr späten Schriftstellern sogar fut. φυγῶ; aor. ἔφυγον, perf. πέφευγα und in derselben Bedeutung auch perf. pass. πέφυγμαι, und wie von φύζω (vgl. φύζα) gebildet πεφυζότες, Il. 21, 6. 528. 532. 22, 1; – 1) fliehen, die Flucht ergreifen; häufig bei Hom.; ποῖ φεύγεις, μετὰ νῶτα βαλών, κακὸς ἃς ἐν ὁμίλῳ Il. 8, 94; βῆ φεύγων ἐπὶ πόντον 2, 665, dem διώκειν entgegengesetzt; φόβῳ φυγών Soph. O. R. 118; ποῖ φύγω; O. C. 832; εἰς τοὺς ἀφώνους μάρτυρας φεύγεις; Eur. Hec. 1076; Ar. u. in Prosa; φεύγει ἀπ' αὐτοῦ Plat. Phaed. 65 d; ἐνθένδε ἐκεῖσε Theaet. 176 a, u. oft, wie Folgde. – Häufig liegt darin nur der Begriff der Absicht, des Willens, zu fliehen suchen, fliehen wollen, während die compos. ἀποφεύγω, ἐκφεύγω, προφεύγω das wirklich ausgeführte Fliehen bezeichnen, βέλτερον ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἠὲ ἁλώῃ, besser ist daran, wer, wenn er zu entfliehen trachtet, wirklich entflieht, als wer gefangen wird, Il. 14, 81; δεῖ γάρ με φεύγοντ' ἐκφυγεῖν Ἀχαρνέας Ar. Ach. 177; u. etwas anders mit der unter 3 aufgeführten Bdtg ἦ ῥᾳδίως φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην Nubb. 168; vgl. Pors. Eur. Phoen. 1234. – Das perf. aber hat immer, der aorist. oft die Bdtg entgehen, entkommen, ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον, οἴκοι ἔσαν, πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλατταν, nachdem sie dem Kriege und dem Meere entronnen waren, Od. 1, 11; so öfter c. accus., Einem entfliehen, vor Einem fliehen, eine Sache meiden, oft θάνατον, ὄλεθρον, πόλεμον, κακόν, Hom. oft, auch πεφυγμένος μοῖραν, ὄλεθρον, Il. 6, 488. 22, 219 Od. 9, 455 (welches perf. pass. aber auch c. gen. verbunden ist, πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων Od. 1, 18, befrei't, erlös't aus den Mühen, wie sich bei befreien u. ähnl. Verbis ein gen. findet); οὐδεμίη πόλις πέφευγε δουλοσύνην πρὸς Ἱπποκράτεος Her. 7, 154. – Φεύγειν αἰτίαν τινά, sich einer Beschuldigung durch die Flucht entziehen, 7, 214; Pind. ὄνειδος, ἀμαχανίαν u. vgl., Ol. 6, 90 P. 9, 95; Νέμεσιν 10, 43; Tragg.: τὰν Διὸς γὰρ οὐχ ὁρῶμῆτιν ὅπα φύγοιμ' ἄν Aesch. Prom. 908; λευστῆρα δήμου δ' οὔτι μὴ φύγῃ μόρον Spt. 181; εἰ μόρον φευξοίαθ' Ἕλληνες κακόν, u. öfter; φύγοι τἂν χὠ κακὸς τὸν κρείσσονα Soph. Ai. 451; O. C. 1028 u. sonst; u. in Prosa: τὴν λύπην φεύγετε ὡς κακόν Plat. Prot. 354 c; τὰς τῶν κακῶν ξυνουσίας φεῦγε ἀμεταστρεπτί Legg. IX, 854 c; auch φεύγων φυγῇ τὸ γῆρας Conv. 195 b; ο ὐκ ἔσθ' ὅπως ἄν τις φύγοι τὸ καταγέλαστος γενέσθαι Lach. 184 c; Ggstz ἑλεῖν – φυγεῖν Tim. 86 c, u. öfter. – Ein doppelter accus. steht in der häufigen Verbindung ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων, Il. 4, 350. 14, 83, Od. häufiger. – Auch φυγὴν φεύγειν wird verbunden, Plat. Legg. IV, 706 c; ein anderer accus. ist φεύγειν τὴν παρὰ θάλασσαν, sc. ὁδόν, den Seeweg fliehen, Her. 4, 12. – Andere Verbindungen sind: ὑπό τινος φεύγειν, vor Einem fliehen, Il. 21, 23. 554, Her. 4, 125. 5, 30; – ἐκ κακῶν πεφευγέναι, Soph. Ant. 434; ἐκ κακῶν μεγάλων πεφευγότας, Her. 1, 65, der es auch mit dem infin. verbindet, Bedenken tragen, sich scheuen, verschmähen, ξεινικοῖσι νομαίοισι χρᾶσθαι αἰνῶς φεύγουσι 4, 76; ὡς εἰκότως σοι ἔφυγον κοινωνεῖν περὶ τὰ τῆς πόλεως πράγματα Plat. Ep. III, 316 b; διδάξαι ἔφυγες καὶ οὐκ ἠθέλησας Apol. 26 a; – ἀπό τινος, Xen. Mem. 2, 6,31. – Ein bloßer genit., wie oben bei πεφυγμένος bemerkt ist, findet sich selten, s. Schäf. Schol. Par. Ap. Rh. 4, 86; Soph. vrbdt δοκοῖμ' ἂν τῆς νόσου πεφευγέναι, Phil. 1033. – Auch mit folgdm μή, ὀσμὴν ἀπ' αὐτοῦ, μὴ βάλῃ, πεφευγότες Ant. 408. – Selten von leblosen Dingen, ἡνίοχον φύγον ἡνία, dem Wagenlenker entflohen, entfielen die Zügel, Il. 23, 465, vgl. Od. 10, 131. – 2) laudflüchtig werden, aus dem Vaterlande einer Schuld wegen entweichen, Il. 9, 478 Od. 13, 259. 15, 276. 23, 120; so auch Tragg., wie Aesch. Ag. 1653 Ch. 134; θνήσκειν, οὐ φυγεῖν σε βούλομαι Soph. O. R. 623, vgl. 823; ὑπό τινος, vor Einem od. auf seinen Betrieb flüchtig werden, ὁρέοντες τοὺς ὁμούρους φεύγοντας ὑπὸ Σκυθέων Her. 4, 126. – In die Verbannung gehen, in der Verbannung leben, auch φεύγειν πατρίδα, statt des gew. ἐκ πατρίδος, sein Vaterland als Landflüchtiger verlassen; Od. 15, 228; Xen. Cyr. 3, 1,24; δύο ἔτη φευγέτω Plat. Legg. IX, 867 c; τοὺς ἀδίκως φεύγοντας δικαίως κατήγαγον Menex. 242 b; ἀειφυγίαν φεύγειν, auf immer aus dem Vaterlande fliehen, in ewige Verbannung gehen, Legg. IX, 871 d 877 c e 881 b; φεύγειν ὑπὸ δήμου, vom Volke verbannt worden sein, Xen. Hell. 1, 1,27; Sp. – 3) in der att. Gerichtssprache angeklagt od. gerichtlich verfolgt werden, weil der Angeklagte in jedem peinlichen Proceß das Recht hatte, sich dem Endurtheile durch freiwillige Verbannung zu entziehen, od. weil er übh. vom Kläger, ὁ διώκων, verfolgt wurde; ὁ φεύγων, der Verklagte; φεύγων τε καὶ διώκων Plat. Rep. III, 405 b; ὁ πολλάκις μὲν φυγών, μηδεπώποτε δ' ἐξελεγχθεὶς ἀδικῶν, der zwar oft angeklagt, aber noch nie als Uebelthäter überführt ist, Dem. 18, 251; φεύγειν δίκην, vor Gericht belangt werden; οὗ ἕνεκα τὴν γραφὴν φεύγω Plat. Euthyphr. 6 a; τινός, wegen einer Sache, ἀσεβείας φεύγοντα ὑπὸ Μελίτου Apol. 35 d; φεύγων ξενίας, δειλίας φευξούμενος, Ar. Vesp. 718 Ach. 1094; φεύγειν φόνου, sc. δίκην, des Todtschlages od. Mordes angeklagt sein, Antiph. 5, 9; Lys. 11, 12 u. sonst; auch φεύγειν ἐφ' αἵματι, Valck. Eur. Hipp. 35; φεύγει δίκην ὑπ' ἐμοῦ, er ist von mir angeklagt, Dem. – Auch = einer Anklage zu entrinnen suchen, sich vor Gericht vertheidigen.