δρηστήρ
From LSJ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (δράω A)
A labourer, working man, Od.16.248: fem. δρήστειρα workwoman, 10.349, 19.345. II (διδράσκω) runaway, λῃστής Babr.128.14.
German (Pape)
[Seite 667] ῆρος, ὁ (δράω), der Arbeitende, der Diener; Apoll. Lex. Hom. p. 60, 20 δρηστῆρες· οἱ ὑπ ουργοῦντες καὶ διακονοῦντες θεράποντες, ἀπὸ τοῦ δρᾶν; Homer dreimal, in der Form δρηστῆρες, Odyss. 16, 248. 18, 76. 20, 160; vgl. ὑπ οδρηστήρ u. δρήστειρα; – sp. D., wie Nonn. D. 10, 259. Vgl. δράστης.
Greek (Liddell-Scott)
δρηστήρ: ῆρος, ὁ, (δράω) ἐργάτης, ἐργατικός ἄνθρωπος, Ὀδ. Π. 248· θηλ. δρήστειρα, ἐργάτις, ἐργατικὴ γυνή, Ὀδ. Κ. 349, Τ. 345. ΙΙ. (διδράσκω) δραπέτης, λῃστὴς Βάβρ. Ἀποσπ. 1. 14.