πολίζω
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
Ep. aor.
A ἐπόλισσα A.R.1.178, πόλισσα Il.7.453: (πόλις):— build a city: generally, build, [τεῖχος] πολίσσαμεν Il. l.c.; ἣν ἐπόλισσεν (sc. τὴν πάτρην) Epigr.Gr.982 (Philae):—Pass., Ἴλιος πεπόλιστο Il. 20.217; Δωδώνη πεπόλισται Hes.Fr.134.5, cf. Hdt.4.108, 5.52, al.; ἐφ' ἁμαξῶν πεπολισμένοι Philostr. VA6.25:—Med., build for oneself, A.R.1.1346; τὴν Ῥώμην σὺν τοῖς ἄλλοις ἐπολίσαντο D.H.1.30. II build a city or cities on or in a place, χωρίον πολίζειν X.An.6.6.4; τὴν χώραν Str.8.5.4; τὸν τόπον Plu.Rom.9:—Pass., εἴη ἡ Παιονίη ἐπὶ τῷ Στρυμόνι ποταμῷ πεπολισμένη Hdt.5.13.—Ep., Ion., X., and later Prose.
German (Pape)
[Seite 655] eine Stadt bauen, gründen; Ἴλιος πεπόλιστο, Il. 20, 217; auch τεῖχος πολίσσαμεν, 7, 453; Her. 4, 108. 5, 13. 52 u. öfter. – Auch χωρίον πολίζειν, eine Gegend durch Gründung einer Stadt anbauen, Xen. An. 6, 4, 4; τόπον, Plut. Rom. 9; med., D. Hal. 1, 45.
Greek (Liddell-Scott)
πολίζω: Ἐπικ. ἀόρ. πόλισσα· (πόλις)· ― οἰκοδομῶ, κτίζω, τειχίζω, ἱδρύω, οἰκίζω, συνοικίζω πόλιν, τεῖχος πολίσσαμεν Ἰλ. Ζ. 453· ἣν ἐπόλισσεν· (δηλ. τὴν πόλιν) Συλλ. Ἐπιγρ. 4925. ― Παθ., Ἴλιος πεπόλιστο Ἰλ. Υ. 217· ― Δωδώνη πεπόλισται Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 5· οὕτως Ἡρόδ. 4. 108., 5. 13, 52, κ. ἀλλ.· ἐφ’ ἁμαξῶν πεπολισμένοι Φιλόστ. 265· ― Μέσ., οἰκοδομῶ δι’ ἐμαυτόν, τὴν Ῥώμην σὺν τοῖς ἄλλοις ἐπολίσαντο Διοδ. Ἱστ. 1. 30. ΙΙ. χωρίον πολίζειν, εἰς χώραν τινὰ ἱδρύω ἀποικίαν κτίζων πόλιν, Ξεν. Ἀν. 6, 4, 4· τὴν χώραν Στράβ. 364· τὸν τόπον Πλουτ. Ρωμ. 9. ― Φαίνεται ὅτι κυρίως ἦτο Ἰων. ῥῆμα.