ὄρθρος

From LSJ
Revision as of 11:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρθρος Medium diacritics: ὄρθρος Low diacritics: όρθρος Capitals: ΟΡΘΡΟΣ
Transliteration A: órthros Transliteration B: orthros Transliteration C: orthros Beta Code: o)/rqros

English (LSJ)

ὁ,

   A the time just before or about daybreak, dawn, cock-crow (ἀπ' ὄρθρου μέχρι περ ἂν ἥλιος ἀνάσχῃ Pl.Lg.951d), τάχα δ' ὄ. ἐγίγνετο δημιοεργός h.Merc.98 ; ἐπειδὰν ὄ. ᾖ Ar.Ach.256, cf. Av.496, etc. ; ὄρθρου at dawn, Hes.Op.577, Sopat.25, Aristopho 10 ; ὄρθρου γενομένου Hdt.1.198 ; ἅμα ὄρθρῳ Id.7.188, Th.3.112, etc. ; ἐς ὄρθρον Theoc.18.56, cf. X.Cyn.6.6 ; κατ' ὄρθρον Ar.V.772 ; περὶ ὄρθρον Th.6.101 (cf. περίορθρος) ; πρὸς ὄρθρον towards dawn, Ar.Lys.1089 ; πρὸς ὄρθρον γ' ἐστίν Id.Ec.20 ; ὑπ' ὄρθρον Batr.103 ; ὑπὸ τὸν ὄ. D.C.76.17 ; τὸν ὄ., abs., in the morning, Hdt.4.181 ; δι' ὄρθρων each morning early, E.El. 909 ; ὄ. βαθύς dim morning twilight, ἀλλὰ νῦν ὄ. β. Ar.V.216, cf. Pl. Cri.43a, Theoc.18.14 ; τῆς παρελθούσης νυκτὸς... ἔτι βαθέος ὄ. Pl.Prt. 310a, cf. Ev.Luc.24.1.    II Ὄρθρος, ὁ, a mythical dog, son of Typhaon and Echidna, that kept the herds of Geryoneus on the island Erytheia, and was there killed by Heracles, Hes.Th.309, cf. 293 (v.l. Ὄρθος).

German (Pape)

[Seite 377] ὁ (ὄρνυμι), der frühe Morgen, die Zeit vor und um Tagesanbruch, wo die Sonne aufgeht, die Menschen und Thiere sich von ihren Lagern erheben; Hes. O. 579; H. h. Merc. 98; ὑπ' ὄρθρον, Batrach. 102; δι' ὄρθρων, Eur. El. 909; κατ' ὄρθρον, πρὸς ὄρθρον, Ar. Vesp. 772 Eccl. 20; ἅμα τῷ ὄρθρῳ, Thuc. 3, 112, wie Her. 7, 188; ὄρθρος βαθύς, sehr früher Morgen, Ar. Vesp. 216 Plat. Criton. 43 a Prot. 310 a; ἀπ' ὄρθρου μέχρι περ ἂν ἥλιος ἀνίσχῃ, Legg. XII, 951 d; Folgde, ἐξ ὄρθρου Pol. 3, 73, 3, τὸν ὄρθρον, am Morgen, 12, 26, 1; bei B. A. wird ὄρθρος bestimmt als ἡ ὥρα τῆς νυκτός, καθ' ἣν ἀλεκτρυόνες ᾄδουσιν, ἄρχεται δὲ ἐνάτης ὥρας καὶ τελευτᾷ εἰς διαγελῶσαν ἡμέραν.

Greek (Liddell-Scott)

ὄρθρος: ὁ, ὁ ὀλίγον πρὸ τῆς ἕω χρόνος, μικρὸν πρὸ τῆς αὐγῆς, (ἀπ’ ὄρθρου μέχρι περ ἄν ἥλιος ἀνίσχῃ Πλάτ. Νόμ. 951D)· τάχα δ’ ὄρθρος ἐγίγνετο δημιοεργὸς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 98, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 8· ἐπειδὰν ὄ. ᾖ Ἀριστοφ. Ἀχ. 256, πρβλ. Ὄρν. 496, κτλ.· ὄρθρου, κατὰ τὸν ὄρθρον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 575· ὄρθρου γενομένου Ἡρόδ. 1. 196· ἅμα ὄρθρῳ ὁ αὐτ. 7. 188, Θουκ. 3. 112, κτλ.· ἐς ὄρθρον Θεοκρ. 18. 56, πρβλ. Ξεν. Κυν. 6, 6· κατ’ ὄρθρον Ἀριστοφ. Σφῆκ. 772· περὶ ὄρθρον Θουκ. 6. 101 (πρβλ. περίορθρος)· πρὸς ὄρθρον Ἀριστοφ. Λυσ. 2089· πρὸς ὄρθρον γ’ ἐστὶν ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 20· οὕτως, ὑπ’ ὄρθρον Βατραχομυομ. 103. ὑπὸ τὸν ὄ. Δίων Κ. 76. 17· τὸν ὄρθρον, ἀπολ., ἐνωρίς, τὸ πρωΐ, Ἡρόδ. 4. 181· δι’ ὄρθρων, πᾶσαν πρωΐαν ἐνωρίς, Εὐρ. Ἠλ. 909 ― ὄρθρος βαθύς, λίαν πρωΐ, πρὸ τῆς αὐγῆς, ἀλλὰ νῦν ὄ. βαθὺς Ἀριστοφ. Σφῆκ. 216, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 43Α· τῆς παρελθούσης νυκτός …, ἔτι βαθέος ὄρθρου ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 310Α. ΙΙ. Ὄρθρος, ὁ, μυθικός τις κύων, υἱὸς τοῦ Τυφῶνος καὶ τῆς Ἐχίδνης, φυλάττων τὰς ἀγέλας τοῦ Γηρυόνου ἐπὶ τῆς νήσου Ἐρυθείας, ἔνθα καὶ ἐφονεύθη ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους, Ἡσ. Θεογ. 309, πρβλ. 293.