νήϊος

From LSJ
Revision as of 10:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηϊος Medium diacritics: νήϊος Low diacritics: νήϊος Capitals: ΝΗΪΟΣ
Transliteration A: nḗïos Transliteration B: nēios Transliteration C: niios Beta Code: nhi+os

English (LSJ)

η, ον, Dor. νάϊος, α, ον (as always in Trag., cf. δάϊος, γάϊος), also ος, ον A.Pers.279,336: (ναῦς):—

   A of or for a ship, δόρυ ν. ship-timber, Od.9.384, etc.: without δόρυ, Il.3.62, 13.391; ν. ξύλα Hes.Op.808; ν. δοῦρα A.R.2.79; νήϊα alone, oars, Nic.Th.814; ἄνδρες νάϊοι A.Supp.719; στόλος νάϊος the ship's course, ib.2 (anap.); ναΐοισιν ἐμβολαῖς Id.Pers.ll.cc.; γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας, i.e. the seamen, S.Aj.357 (lyr.); ναΐα ἀπήνη, νάϊον ὄχημα, i.e. a ship, E.Med. 1122, IT409 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 251] auch 2 Endgn, zum Schiffe gehörig; δόρυ νήϊον, ein zum Schiffbau brauchbarer Balken, Schiffsbauholz, Il. 3, 62. 15, 410 Od. 9, 384; auch ohne δόρυ, Il. 13, 391. 16, 487; νήϊα ξύλα, Hes. O. 810; νήϊα, Ruder, Nic. Th. 814; ἄνδρες νήϊοι, Schiffer, Aesch. Suppl. 700; ναΐοισιν ἐμβολαῖς, Pers. 271; στόλον νάϊον, der Zug der Schiffe, Suppl. 2. Vgl. νάϊος u. s. Lob. zu Phryn. 432.

Greek (Liddell-Scott)

νήϊος: -η, -ον, Δωρ. νάϊος, -α, -ον, ὡς ἀείποτε παρὰ Τραγ. (πρβλ. δάϊος, γάϊος) Dind. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719· ὡσαύτως ος, ον Αἰσχύλ. Πέρσ. 279, 336· (ναῦς)· - ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πλοῖον, δόρυ νήϊον, «ξύλον πρὸς κατασκευὴν νηῶν ἐπιτήδειον» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 62, Ὀδ. Ι. 384, κτλ.· ὡσαύτως δόρυ, Ἰλ. Ν. 391· οὕτω, νήϊα ξύλα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 806· ν. δοῦρα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 79· ὡσαύτως ἄνδρες νάϊοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719· στόλος νάϊος αὐτόθι 2· ναΐοισιν ἐμβολαῖς ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. ἔνθ’ ἀνωτ.· γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνης, δηλ. ναῦται, Σοφ. Αἴ. 356· ναΐα ἀπήνη, νάϊον ὄχημα, πλοῖον, Εὐρ. Μήδ. 1122, Ι. Τ. 410.