ἀνακρεμάννυμι

From LSJ
Revision as of 09:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακρεμάννῡμι Medium diacritics: ἀνακρεμάννυμι Low diacritics: ανακρεμάννυμι Capitals: ΑΝΑΚΡΕΜΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: anakremánnymi Transliteration B: anakremannymi Transliteration C: anakremannymi Beta Code: a)nakrema/nnumi

English (LSJ)

poet. ἀγκρ-:—Pass., -κρέμᾰμαι:—

   A hang up on a thing, πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Od.1.440; τὰς πέδας ἀνεκρέμασαν ἐς τὴν ἀκρόπολιν, as a votive offering, Hdt.5.77; τὰ ὅπλα πρὸς τὸ Ἀθήναιον ib.95; ἀ. τινά crucify, Id.9.120; βροχὸν ἑαυτῷ περιθεὶς ἀνεκρέμασε D.S.2.6; suspend a wounded limb in a sling, Hp.Art.22:—Pass., ἀνακρεμαμένου τοῦ νέκυος being hung up, Hdt.2.121.γ; τούτου . . τοῦ ἀνακρεμασθέντος Id.9.122, cf. 7.194.    II make dependent, ἀ. ἐξ ἀλλήλων τὴν δύναμιν Pl.Ion536a; ἀνακρεμάσας [ὑμᾶς] ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Aeschin.3.100; ἀ. τὴν πίστιν εἴς τινα Pib.8.19.3.

German (Pape)

[Seite 193] (s. κρεμάννυμι), aufhängen, πασσἀλῳ ἀγκρεμάσασα χιτῶνα Od. 1, 440; ἀνακρεμασθείς Her. 9, 122; ἐς, πρός τι ἀνεκρέμασαν, 5, 77. 95; Plat. Fim. 90 b; anknüpfen, ἐξ ἀλλήλων τὴν δύναμιν, Ion. 536 a; dah. spannen, von Furcht u. Hoffnung, ἀνακρεμάσας ἀπὸ τῶν ἐλπίδων, Aesch. 3, 100; ἀνακρεμάσαι πᾶσαν τὴν πίστιν εἴς τινα, sein ganzes Vertrauen auf einen setzen, Pol. 8, 21, 3; – λόφους ἀνακρεμαννὺς μεγάλοις ὀρύγμασιν Plut. Lucull. 39, d. i. unterminiren. – Diod. Sic. 2, 6 braucht ἀνεκρέμασε für: sich erhenken.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακρεμάννυμι: ποιητ. ἀγκρ-: Παθ. -κρέμαμαι (ἴδε κρεμάννυμι): - κρεμῶ τι ἔκ τινος, πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Ὀδ. Α. 440· τὰς πέδας ἀνεκρέμασαν ἐς τὴν ἀκρόπολιν, ὡς ἀνάθημα, Ἡρόδ. 5. 77.· τὰ ὅπλα πρὸς τὸ Ἀθήναιον αὐτόθι 95· ἀν. τινά, ἀπαγχονίζω τινά, ὁ αὐτ. 9. 120. Ἐπίσης, ἀν. [ἑαυτόν], ἀπαγχονίζειν ἑαυτόν, Διόδ. 2. 6: - Παθ., ἀνακρεμαμένου τοῦ νέκυος, ἐνῷ ἐκρέματο, Ἡρόδ. 2. 121, 3· τούτου... τοῦ ἀνακρεμασθέντος ὁ αὐτ. 9. 122, πρβλ. 7. 194. ΙΙ. κάμνω τι νὰ ἐξαρτᾶται ἔκ τινος, ἀν. ἐξ ἀλλήλων τὴν δύναμιν Πλάτ. Ἴων 536Α· οὕτως, ἀνακρεμάσας [ὑμᾶς] ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Αἰσχύλ. 68. 2· ἀν. τὴν πίστιν εἴς τινα Πολύβ. 8. 21, 3.