ἀπάλαμνος

From LSJ
Revision as of 11:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάλαμνος Medium diacritics: ἀπάλαμνος Low diacritics: απάλαμνος Capitals: ΑΠΑΛΑΜΝΟΣ
Transliteration A: apálamnos Transliteration B: apalamnos Transliteration C: apalamnos Beta Code: a)pa/lamnos

English (LSJ)

[πᾰ], ον, poet. for ἀπάλαμος (cf. παλαμναῖος from παλάμη, νώνυμνος from νώνυμος), properly,

   A without hands, i.e. helpless, ἀνὴρ ἀ. Il.5.597, cf. Simon.53; also οὐκ ἀ. λόγος Alc.49. Adv. -νως AB418.    II in Lyr. and Eleg., reckless, lawless, ἀ. φρένες Pi.O.2.57; of acts, ἔρδειν ἔργ' ἀ. Sol.28.12; ἀπάλαμνα μυθεῖσθαι Thgn.481; ἀνελέσθαι Id.281; ἀ. τι παθεῖν E.Cyc.598.

German (Pape)

[Seite 276] p. für ἀπάλαμος, 1) ἀνήρ Il. 5, 597, ein Mann, der sich nicht zu helfen weiß; dah. träg, unthätig, Simon. bei Plat. Prot. 346 c. – 2) wogegen nichts anzufangen, dah. schändlich, verrucht, φρένες Pind. Ol. 2, 63; ἀπάλαμνόν τι πάσχειν Eur. Cycl. 598; dem καλόν entggstzt, unanständig, Theogn. 281. Aber λόγος οὐκ ἀπάλαμνος Alcaeus bei Schol. Pind. I. 2, 17, οὐδ' ἔργ' ἀπ. θέλει Solon. frg. 14, 12, μυθεῖται ἀπάλαμνα Theogn. 487, nicht ausführbar.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάλαμνος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἀπάλαμος (πρβλ. παλαμναῖος ἐκ τοῦ παλάμη, νώνυμνος ἐκ τοῦ νώνυμος): ‒ κυρίως ἄνευ χειρῶν, ὅ ἐ. ἀνίκανος, πρὸς οὐδὲν χρήσιμος, ἄχρηστος, «μηδὲν μηχανᾶσθαι δυνάμενος» (Σχόλ.)· ὥς δ᾿ ὅτ᾿ ἀνὴρ ἀπάλαμνος κτλ. Ἰλ. Ε. 597, πρβλ. Σιμων. 8. 11: ‒ Ἐπίρρ. -νως Α. Β. 418. ‒ Ὁ Θεόδ. Πρόδρ. ἔχει ὑπερθ. -έστατος, ὡς εἰ ἐκ τύπου ἀπαλαμνής. 2) ἐν λυρ. καὶ ἐλεγ. ποιηταῖς, ἀμήχανος, θρασύς, παράβολος, ἀνόσιος, ὑβριστικός, ἐπὶ προσώπων, Πινδ. Ο. 2. 105· ἐπὶ πράξεων, ἔρδειν ἔργ᾿ ἀπ. Σόλων 14· ἀπάλαμνα μυθεῖσθαι Θέογν. 481· ἀνελέσθαι ὁ αὐτ. 281· οὕτως, ἀπ. τι πάσχειν Εὐρ. Κύκλ. 598.