αὔριον
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
Adv.
A to-morrow, Il.9.357, Od.1.272, etc.; αὔ. τηνικάδε tomorrow at this time, Pl.Phd.76b; ἐς or εἰς αὔ. on the morrow, Il.8.538 (or till morning, Od.11.351), Nicoch.15, Anaxandr.4.4; for the morrow, καλέσαι ἐπὶ δεῖπνον εἰς αὔ. IG22.17, etc. 2 presently, shortly, φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔ. γὰρ ἀποθνῄσκομεν 1 Ep.Cor.15.32; opp. σήμερον, Ev.Matt.6.30. II Subst., αὔ. ἣν ἀρετὴν διαείσεται the morrow will distinguish... Il.8.535. III ἡ αὔ. (sc. ἡμέρα) the morrow, S.Tr.945 (OT1090 is corrupt); τὴν αὔ. μέλλουσαν E.Alc. 784; ἡ αὔ. ἡμέρα X.Oec.11.6, Lys.26.6; also ἡ ἐς αὔ. ἡμέρα S.OC567; τὸ ἐς αὔριον Id.Fr.593.5; εἰς τὴν αὔ. Alex.241.3, Act.Ap.4.3; ἐπὶ τὴν αὔ.ib.5; ὁ αὔ. χρόνος E.Hipp.1117; ἡ Αὔ. personified by Simon.210 B.; δαίμονα τὸν Αὔριον Call.Epigr.16. (Cf. Lith. aušrà 'dawn', Skt. usrás 'of the dawn'; v. ἄγχαυρος, ἕως.)
German (Pape)
[Seite 394] adv., eigtl. neutr. von αὔριος, morgen, von Hom. an überall; αὔριον τηνικάδε, morgen um diese Zeit, Plat. Phaed. 76 b; εἰς αὔριον, auf morgen, Hom. u. Folgde; νῦν μέν εἰσιν οὐκ ἐλεύθεροι, ἐς ταὔριον δὲ Σουνιεῖς Anaxandr. Ath. VI, 263 b; ἐς τὴν αὔριον, sc. ἡμέραν, Pol. 1, 60; ἐς τὸ αὔριον, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
αὔριον: ἐπίρρ. (ἴδε ἐν λ. ἠώς)· Λατ. cras, Ἰλ. Ι. 357, Ὀδ. Α. 272, Ἀττ.· αὔριον τηνικάδε, αὔριον τοιαύτην ὥραν, Πλάτ. Φαίδων 76Β. - ὡσαύτως, ἐς αὔριον Ἰλ. Θ. 538, ἢ μέχρι τῆς αὔριον, ἔμπης οὖν ἐπιμεῖναι ἐς αὔριον Ὀδ. Λ. 351· οὕτως, ἐς αὔριον Νικοχάρης ἐν Ἀδήλ. 1. πρβλ. ἐπαύριον. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. αὔριον ἣν ἀρετὴν διαείσεται, τῇ αὔριον ἡμέρᾳ τὴν ἑαυτοῦ ἀνδρείαν ἐπιγνώσεται, (ἴδε διαείδω), Ἰλ. Θ. 535. ΙΙΙ. Παρ’ Ἀττ., ἡ αὔριον (ἐνν ἡμέρα) Σοφ. Ἀποσπ. 945, (ἐν Ο. Τ. 1090, ἀνάπαισότς τις οἷον ἑτέραν, ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου)· τὴν αὔριον μέλλουσαν Εὐρ. Ἄλκ. 784· μετὰ τοῦ ἡμέρα, ἡ αὔρ. ἡμέρα Ξεν. Οἰκ. 11. 6, Λυσ. 175. 35· ὡσαύτως, ἡ ἐς αὔριον ἡμέρα Σοφ. Ο. Κ. 567· τὸ ἐς αὔριον ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 685· εἰς τὴν αὔριον Ἄλεξ. ἐν «Ὕπνῳ» 2, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, εἰς ταὔριον Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ἀγχίσῃ» 1. Meineke· ὁ αὔριον χρόνος Εὐρ. Ἱππ. 1117· - ἡ Αὔριον, κατὰ προσωποποίησιν ὑπὸ Σιμωνίδου 47.