δεξιόομαι

From LSJ
Revision as of 11:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεξιόομαι Medium diacritics: δεξιόομαι Low diacritics: δεξιόομαι Capitals: ΔΕΞΙΟΟΜΑΙ
Transliteration A: dexióomai Transliteration B: dexioomai Transliteration C: deksioomai Beta Code: decio/omai

English (LSJ)

impf.

   A ἐδεξιούμην X.Cyr.7.3.38, Ep. 3pl. δεξιόωντο h.Hom.6.16, A.R.2.756: fut. -ώσομαι A.Ag.852, S.El.976: aor. ἐδεξιωσάμην Lys.2.37, X.Cyr.7.5.53, etc.:—Pass., aor. ἐδεξιώθην Pl.R. 468b: (δεξιά, δεξιός):—greet with the right hand, welcome, c. acc.pers., Ar.Pl.753, Lys.2.37, X.Cyr.7.5.53; canvass, τὸν δῆμον Plu.Cat.Mi. 49: but also c. dat. pers., δεξιοῦσθαι θεοῖς to raise one's right hand to the gods, pay greeting or honour to them, A.Ag.852: also c. dat. modi, δ. χερσί h.Hom. l. c.; ἐπαίνοις S.El.976; δώροις Arist.Mu. 391b8; λόγοις χρηστοῖς καὶ ἔργοις Paus.2.16.2; στόματι Luc.Alex. 41; ὀφθαλμοῖς Lib.Decl.4.18: c. acc. rei, πυκνὴν ἄμυστιν δεξιούμενοι pledging one in many a bumper, E.Rh.419:—Pass., Pl.l.c.; ζῷα δεξιούμενα with right hands joined, IG2.754.33.    II δεξιώσασθαι· ἐγγίσασθαι γυναικί, Hsch.

German (Pape)

[Seite 546] 1) die Rechte flehend zu den Göttern, θεοῖς, erheben, Aesch. Ag. 826; vgl. τῶν δικαστῶν καθ' ἕνα δεξιουμένη Posidipp. Ath. XIII, 591 c. – 2) τινά, Jemanden bei der Rechten fassen, Xen. Cyr. 7, 3, 8; bes. mit dargebotener Rechter bewillkommnen, 2, 4, 18 u. öfter; neben ἀσπάζεσθαι Ar. Plut. 753; στόματι Luc. Alex. 41 u. a. Sp. Aehnl. τίς ἡμᾶς ἰδὼν τοιοῖσδ' ἐπαίνοις οὐχὶ δεξιώσεται Soph. El. 965; vom Abschiednehmen Xen. Cyr. 3, 2, 14; – δεξιοῦσθαι πυκνἡν ἄμυστιν Eur. Rhes. 416, einen Trunk nach dem andern zubringen. – Pass., δεξιωθῆναι Plat. Rep. V, 468 b.

Greek (Liddell-Scott)

δεξιόομαι: παρατ. ἐδεξιούμην, Ἐπ. γ΄ πληθ. δεξιόωνται Ὕμν. Ὁμ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 756, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος δεξιάομαι· μέλ. –ώσομαι Αἰσχύλ., Σοφ.· ἀόρ. ἐδεξιωσάμην Λυσ., Ξεν.: ἀποθ. (δεξιά, δεξιός). Χαιρετίζω διὰ τῆς δεξιᾶς χειρός, ὑποδέχομαι, ἀσπάζομαι, (πρβλ. δείκνυμι ΙΙ), μετ’ αἰτ. προσ. Ἀριστοφ. Πλ. 753, Λυσίας 194. 11, Ξεν.· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ δοτ. προσ., δεξιοῦσθαι θεοῖς, ἐγείρω τὴν δεξιὰν μου πρὸς τοὺς θεούς, χαιρετίζω ἢ τιμῶ αὐτούς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 852· ὡσαύτως μετὰ δοτ. τρόπου, δ. χερσὶ Ὕμν. Ὁμ. 5. 16· ἐπαίνοις Σοφ. Ἠλ. 976· δώροις Ἀριστ. π. Κόσμ. 1, ἐν τέλ.· λόγοις χρηστοῖς Παυσ. 2. 16, 2: ἀλλὰ μετ’ αἰτ. πράγμ., πυκνὴν ἄμυστιν δεξιούμενοι, χαιρετίζοντές τινα διὰ πυκνῶν ποτηρίων, Εὐρ. Ρήσ. 419· ― ὁ Πλάτ. Πολ. 486B ἔχει ἀόρ. δεξιωθῆναι ἐπὶ παθ. σημασίας.