νηλής
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
English (LSJ)
ές, Ep. neut. νηλεές; Ep. also νηλειής, ές, Hes.Th.770, h.Ven.245, A.R.4.476: (νη-, ἔλεος):—poet. Adj. (in Prose sts. ἀνηλεής, q.v.)
A pitiless, ruthless, Il.9.632; νηλέϊ χαλκῷ with ruthless blade, 3.292, al.; νηλέϊ δεσμῷ 10.443; ν. θυμὸν ἔχοντες a resolute or dogged spirit, 19.229; νηλέϊ ὕπνῳ relentless sleep, which has exposed the sleeper to ill, Od.12.372; ν. ἦμαρ, i.e. the day of death, Il.11.484, Od.9.17, etc.; ν. ἦτορ Il.9.497; νηλέα νόον Φάλαριν Pi.P.1.95; νηλεεῖ νόῳ Id.Fr.177; ν. σὺ καὶ θράσους πλέως A.Pr.42; ν . . . ὅστις ἱκτῆρας ἐκθύει E.Cyc.369 (lyr.). Adv. -εῶς A.Pr.242; Ep. -ειῶς A.R. 2.626, IG5(1).733 (Sparta). II Pass., unpitied, ἔκειτο νηλεὲς . . σῶμα S.Ant.1197; νηλέα δὲ γένεθλα . . κεῖται Id.OT180 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
νηλής: -ές, Ἐπικ. οὐδ. νηλεές· Ἐπικ. ὡσαύτως νηλειής, ές, Ἡσ. Θεογ. 770, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 246· (νή-, ἔλεος)· - ποιητ. ἐπίθετ. (παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἐνίοτε ἀνηλεής, -εῶς), ἀνηλεής, σκληρός, ἄσπλαγχνος, νηλὴς Ἰλ. Ι. 632 (628)· νηλέϊ χαλκῷ, ἀνηλεεῖ σιδήρῳ συχν. παρ’ Ὁμ.· νηλέϊ δεσμῷ Ἰλ. Ι. 443· νηλέα θυμὸν ἔχοντας, ἀνηλεῆ, σκληρὰν ψυχὴν ἔχοντας, Τ. 229· νηλέϊ ὕπνῳ, ἀπηνεῖ ὕπνῳ, καθ’ ὃν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκτεθειμένος εἰς πολλοὺς κινδύνους, Ὀδ. Μ. 372· νηλεὲς ἦμαρ, ἡ τοῦ θανάτου ἡμέρα, Ἰλ. Λ. 484, Ὀδ. Ι. 17, κτλ.· νηλεὲς ἦτορ Ἰλ. Ι. 497· οὕτω παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον ποιηταῖς, νηλεεῖ νόσῳ Πινδ. Ἀποσπ. 168· νηλὴς σὺ καὶ θράσους πλέως Αἰσχύλ. Τρ. 42· νηλής... ὅστις ἱκτῆρας ἐκθύει Εὐρ. Κύκλ. 369. - Ἐπίρρ. νηλεῶς Αἰσχύλ. Πρ. 240· Ἐπικ. -ειῶς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 626, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 476. 7. ΙΙ. Παθ., ὃν δὲν λυπεῖται, ὃν δὲν οἰκτίρει τις, ἔκειτο νηλεές... σῶμα Σοφ. Ἀντ. 1197· νηλέα δὲ γένεθλα... κεῖται ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 180 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 73.