ὁρμαίνω

From LSJ
Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρμαίνω Medium diacritics: ὁρμαίνω Low diacritics: ορμαίνω Capitals: ΟΡΜΑΙΝΩ
Transliteration A: hormaínō Transliteration B: hormainō Transliteration C: ormaino Beta Code: o(rmai/nw

English (LSJ)

used by Hom. only in pres., impf., and aor.

   A ὥρμηνα Il.21.137, Od.2.156: (ὁρμάω) :—poet. Verb,    I in Hom. always, turn over or revolve anxiously in the mind, debate, ponder, mostly c. acc., ἧος ὁ ταῦθ' ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν Il.1.193, etc. : more shortly, κατὰ φρένα 10.507; ἐνὶ φρεσίν Od.4.843, h.Merc.66 ; φρεσίν Il. 10.4, Od.3.151 ; ἀνὰ θυμόν 2.156 ; θυμῷ A.R.3.451 ; μετὰ φρεσί ib.18; also ὁρμαίνειν τι alone, ponder over, meditate, πόλεμον, πλόον, etc., Il. 10.28, Od.3.169, etc.; πολλά or ἄλλα δέ οἱ κῆρ ὅρμαινε 7.83, 18.345; ὁρμαίνων τέρας Pi.O.8.41.    2 abs., think, muse, ὣς ὥρμαινε thus he debated with himself, Il.21.64, cf. 14.20.    3 folld. by a clause, ἤ... ἦ . . debate whether... or... 16.435, Od.4.789, 15.300; ὁ. ὅπως debate, ponder how a thing is to be done, Il.21.137, 24.680.    4 c. inf., long, desire, Hom.Epigr.4.16, A.R.3.620, Theoc.24.26; ὁ. νᾶας καῦσαι rushing on to . ., B.12.106.    II after Hom.,    1 set in motion, drive forth, θυμὸν ὁ. gasp out one's life, A.Ag.1388 (ὀρυγάνει cj. Hermann); excite, urge, τινὰ πορεύειν Pi.O.3.25 (v.l. ὥρμα).    2 intr., to be eager or impatient, chafe, fret, [ἵππος] βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει κλύων A.Th.394 ; κέαρ ὁ. B.Fr.16.12 ; ἄπρηκτον ὁ. Semon.1.7 : part. ὁρμαίνων eagerly, quickly, Pi.O.13.84.

German (Pape)

[Seite 380] wie ὁρμάω, bewegen, in Bewegung setzen, bei Hom. immer übertr., einen Gedanken, einen Entschluß im Geiste hin und her bewegen, überlegen, erwägen, ἕως ὁ ταῦθ' ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, Iliad. 1, 193; ἃς ὁ γέρων ὥρμαινε δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια, 14, 20; ἐνὶ φρεσίν, Od. 4, 843, H. h. Merc. 66, und bloß φρεσί, Il. 10, 4 Od. 3, 151; πολλὰ δέ οἱ κῆρ ὥρμαινε, 2, 83; 23, 86; auch ἄλλα δέ οἱ κῆρ ὥρμαινε φρεσὶν ᾗσιν, 18, 345; ὥρμηναν δ' ἀνὰ θυμόν, 2, 156; mit folgendem ἤ – ἤ, 15, 300, wie Il. 16, 435, u. εἰ – ἤ, Od. 4, 789, sinnen, nachdenken; mit folgendem ὅπως, hin und her überlegen, wie Etwas zu machen sei, Il. 21, 137. 24, 680. Mit bloßem accus., πόλεμον, einen Krieg vorhaben, Il. 10, 28; δολιχὸν πλόον, Od. 3, 169; χαλεπά τινι, ib. 151; Pind. ἀντίον ὁρμαίνων τέρας εὐθύς, Ol. 8, 41; aber auch πορεύειν νιν θυμὸς ὥρμαινε, trieb ihn an, 3, 26; Aesch. τὸν αὑτοῦ θυμὸν ὁρμαίνει πεσών, er haucht sein Leben aus, Ag. 1361, u. intr., βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων, Spt. 376, vom Schlachtroß, das des Russ der Trompete harrend sich bäumt; einzeln auch bei sp. D., wie Orph. Auch c. inf., Theocr. 24, 26, wie Hom. ep. 4, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμαίνω: ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἐνεστ., παρατ. καὶ ἀόρ. ὥρμηνα, ἀείποτε μετ’ αὐξήσεως· (ὁρμάω)· ποιητ. ῥῆμα, 1) παρ’ Ὁμήρ., ἀείποτε, στρέφω ἠ ἀνακινῶ τι κατὰ νοῦν, ἐρευνῶ, κρίνω, συλλογίζομαι, διανοοῦμαι, ὡς τὸ Λατ. animo volvere ἢ agitare, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ., ὁρμαίνειν τι κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν Ἰλ. Α. 193, Ὀδ. Δ. 120, κτλ.· ὡσαύτως συντομώτερον, ὁρμαίνειν τι κατὰ φρένα Ἰλ. Κ. 507· ἐνὶ φρεσὶ Ὀδ. Δ. 843, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 66· φρεσὶ Ἰλ. Κ. 4, Ὀδ. Γ. 151· ἀνὰ θυμὸν Β. 156· θυμῷ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 451· μετὰ φρεσὶ αὐτόθι 18. ― οὕτω καὶ μόνον, ὁρμαίνειν τι, μελετῶ, σκέπτομαι, σταθμίζω, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, ὡς τὸ Λατ. meditari, πόλεμον, πλόον, ὁδόν, κτλ., Ἰλ. Κ. 28, Ὀδ. Γ. 169, κτλ.· πολλὰ ἢ ἄλλα δέ οἱ κῆρ ὥρμαινε Ὀδ. Ζ. 83, Σ. 345· ὁρμαίνων τέρας Πινδ. Ο. 8. 54. 2) ἀπολ., σκέπτομαι, συλλογίζομαι, ὣς ὥρμαινε Ἰλ. Ξ. 20, Φ. 64. 3) ἑπομένης προτάσεως μετὰ τῶν μορίων ἤ..., ἦ... φρεσὶν ὁρμαίνοντι, ἤ μιν... ἦ ἤδη Ἰλ. Π. 435, Ὀδ. Ο. 300· ὡσαύτως, εἰ..., ἤ..., Δ. 789· ὥρμηνεν δ’ ἀνὰ θυμὸν ὅπως παύσειε πόνοιο δῖον Ἀχιλλῆα Ἰλ. Φ. 137., Ω. 680. 4) μετ’ ἀπαρ. ἐπιθυμῶ, ποθῶ, ἐφίεμαι, Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 4. 16, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 620, Θεόκρ. 24. 26. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., 1) ἐκπέμπω, οὕτω τὸν αὐτοῦ θυμὸν ὁρμαίνει πεσόν, ἐκπνέει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1388· παρακινῶ, τινὰ ποιεῖν Πινδ. Ο. 3. 45. 2) ἀμετάβ., εἶμαι πρόθυμος ἢ ἀνυπόμονος, ἔχω ὁρμήν, [[[ἵππος]]] βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει κλύων Αἰσχύλ. Θήβ. 394· κέαρ ὁρμ. Βακχυλ. Ἀποσπ. 20 (27) 11· ἄπρηκτον ὁρμ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 1. 7· μετοχ. ὁρμαίνων, προθύμως, ταχέως, Πινδ. Ο. 13. 119.

French (Bailly abrégé)

impf. ὥρμαινον, ao. ὥρμηνα;
I. tr. 1 pousser fortement : θυμόν ESCHL exhaler un souffle;
2 agiter dans son esprit : τι, qch ; τί τινι, qch contre qqn ; ὅπως, méditer comment ; ἢ… ἢ IL, OD, εἰ… ἢ OD méditer si… ou si ; avec l’inf. penser à, désirer de, souhaiter de;
II. intr. être prêt à s’élancer, s’élancer.
Étymologie: ὁρμή.