σμερδαλέος
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
English (LSJ)
α, Ion. η, ον, Ep. Adj. (Ar.Av.553 is mock-heroic),
A terrible to look on, fearful, δράκων Il.2.309; of Odysseus when cast up by the sea, Od.6.137; σ. κεφαλή, of Scylla, 12.91; χαλκὸς σ. bronze dire-gleaming, Il.12.464, 13.192; of armour of all kinds, σάκος, αἰγίς, ἀορτήρ, 20.260, 21.401, Od.11.609; οἰκία σ., of Hades, Il.20.65; ἔρις Hes.Th.710; πόλισμα Ar. l.c. 2 terrible to hear, esp. in neut. as Adv., σμερδαλέον δ' ἐβόησε Il.8.92, etc.; σ. κονάβησαν, κονάβιζε, 2.334, Od.10.399: pl., σμερδαλέα κτυπέων, of Zeus, Il.7.479; σ. ἰάχων 5.302. (Prob. cogn. with Skt. márdati 'crush, crumble', Lat. mordere, OHG. smerzan, Engl. smart.)
German (Pape)
[Seite 910] schrecklich, gräßlich, fürchterlich, entsetzlich, schauderhaft, bes. schrecklich anzusehen, von furchtbarem Anblick, Hom. δράκων, Il. 2, 309; σμερδαλέος δ' αὐτῇσι φάνη, vom nackten, schmutzigen Odysseus, Od. 6, 137, vgl. 11, 609; λάμπε δὲ χαλκῷ σμερδαλέῳ, furchtbar blinkend, Il. 12, 464; u. so von Schilden, 20, 260. 21, 401, u. oft von Waffenrüstungen; auch οἰκία, 20, 63; πόλισμα, Ar. Av. 553; – fürchterlich fürs Ohr, schrecklich tosend, lärmend, σμερδαλέον δ' ἐβόησεν, Il. 8, 92 u. öfter; κονάβιζε, Od. 10, 399; κονάβησαν, Il. 2, 334, u. öfter; auch σμερδαλέα κτυπέων, vom donnernden Zeus, 7, 479.
Greek (Liddell-Scott)
σμερδᾰλέος: α, Ἰωνικ. η, ον, ἐπίθετ. ἐπικ. (διότι τὸ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 553 εἶναι παρῳδούμενος ἡρωϊκὸς στίχος), φοβερὸς ἰδεῖν, φρικτός, φρικαλέος, δράκων Ἰλ. Β. 309· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως ὡς ἐν ἀθλίᾳ καταστάσει ὑπὸ τῆς θαλάσσης ἐξεβλήθη πρὸς τὴν ξηράν, Ὀδ. Ζ. 137· σμ. κεφαλή, ἐπὶ τῆς Σκύλλης, Μ. 91· χαλκὸς σμ., φρικτῶς ἀκτινοβολῶν, λάμπων φοβερῶς, Ἰλ. Μ. 464, Ν. 192· οὕτως ἐπὶ παντοειδοῦς ὁπλισμοῦ, σάκος, αἰγίς, ἀορτήρ Υ. 260, Φ. 401, Ὀδ. Λ. 609· οἰκία σμ., ἐπὶ τοῦ Ἅιδου, Ἰλ. Υ. 64· ἔρις Ἡσ. Θ. 710· πόλισμα Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., κτλ. 2) τρομερός, φρικτὸς εἰς τὴν ἀκοήν, μάλιστα κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., σμερδαλέον δ’ ἐβόησε Ἰλ. Θ. 92, κτλ.· σμ. κονάβησαν, κανάχιζε Β. 334, Ὀδ. Κ. 399· οὕτω καὶ πληθ., σμερδαλέα κτυπέων, ἐπὶ τοῦ Διός, Ἰλ. Η. 497· σμ. ἰάχων Ε. 302. (Ἡ ῥίζα φαίνεται πιθανῶς ἐκ του Σανσκρ. mard, Λατ. mord-ere· Ἀρχ. Γερμαν. schmerz-an· Ἀγγλ. to smart, τινάσσομαι, κεντοῦμαι).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
terrible, effrayant à voir ou à entendre ; adv. • σμερδαλέον IL, OD ou • σμερδαλέα IL d’une manière effrayante, avec un bruit terrible.
Étymologie: R. Σμερδ, mordre ; cf. σμερδνός.