ζωή

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωή Medium diacritics: ζωή Low diacritics: ζωή Capitals: ΖΩΗ
Transliteration A: zōḗ Transliteration B: zōē Transliteration C: zoi Beta Code: zwh/

English (LSJ)

( ζωιή (prob. an error) SIG577.34 (Milet., iii/ii B.C.)), Dor. ζωά: Ion. and poet. ζόη, Hdt.1.32, Herod.10.4, S.Fr.556, etc. (v. infr.), cf. IG9(1).86 (Hyampolis), Dor. ζόα: Aeol. ζοΐα Theoc. 29.5: ἡ:—

   A living, i.e. one's substance, property, ἦ γάρ οἱ ζ. γ' ἦν ἄσπετος Od.14.96; τοὶ δὲ ζωὴν ἐδάσαντο ib.208; κατὰ ζωὴν φαγέειν 16.429; τὴν ζόην ποιέεσθαι or καταστήσασθαι ἀπὸ or ἐκ . . to get one's living by... Hdt.8.105, cf. 2.36, Arist.HA608b21; ἐξ ἁλός Theoc.Beren. 2.    2 after Hom., life, existence, opp. death, Tyrt.15.5, Pi.N.8.36, etc.; θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ib.9.29; οὐδὲν γὰρ ἄλγος οἷον ἡ πολλὴ ζόη S.Fr.556; ζόας (ζωᾶς codd.) βιοτά E.HF664 (lyr.); τοῦ βίου ζωή Pl. Ti.44c; ὁ τῆς ζ. χρόνος SIG1210 (Calymna), etc.: as a term of affection, ζωή mylife! Juv.6.195: pl., ζόαι A.Fr.99.13; ζωαί LXXPs.62(63).3(4); μετὰ τὴν μίαν ζ. πολλαὶ ζ. Dam.Pr.100; αἱ τῆς ψυχῆς ζ. καὶ δυνάμεις Iamb.Comm.Math.3.    3 way of life, ζόην ἔζωον τὴν αὐτήν Hdt. 4.112, cf. 114.    II ζωή,= γραῦς 11, the scum on milk, Eust.906.52; ζόη· τὸ ἐπάνω τοῦ μέλιτος, Hsch. [The form ζόη (paroxyt.) is required by the metre in trimeters in S.Fr.556, E.Hec.1108, and in lyrics S. Fr.592, E.Med.976, al., ζωή never: ζόη in other Poets, Call.Fr.114, Theoc.Ep.18.9, Herod.10.4.] (For the root, cf. ζῶ: fancifully connected with ζέω and ζητέω, Dam.Pr.81: in signf. 11 ζόη prob. fr. ζέω.)

German (Pape)

[Seite 1142] ἡ, ion. u. p. ζόη, auch ζοΐα, Theocr. 29, 5 (ζάω), Lebensunterhalt, Hab u. Gut, wie βίοτος, Od. 14, 96. 208. 16, 429; ποιεῖσθαι τὴν ζόην ἔκ τινος, Her. 8, 105. – Das Leben (vgl. βίος), im Ggstz des Todes, πεῖραν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς Pind. N. 9, 29, vgl. 8, 36 I. 4, 13; περὶ ζωῆς καὶ θανάτου λέγειν Plat. Phaed. 71 d; Folgde; ἐν δὲ γαίᾳ ζωὰ φονορύτῳ μέμικται Aesch. Spt. 921; vgl. Ellendt lex. Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ζωή: Δωρ. ζωά. Ἰων. καὶ ποιητ. ζόη, Δωρ. ζόα, Αἰολ. ζοΐα, Θεόκρ. 29. 5˙ ἡ, (ζάω) :-τὸ ζῆν, δηλ. τὰ ὑπάρχοντά τινος, ἡ περιουσία του, ὡς τὸ βίος, βίοτος, ἦ γὰρ οἱ ζωή γ’ ἦν ἄσπετος Ὀδ. Ξ. 96˙ τοὶ δὲ ζωὴν ἐδάσαντο Ξ. 208˙ κατὰ ζωὴν φαγέειν Π. 429˙ τὴν ζόην ποιεῖσθαι ἢ καθίστασθαι ἀπὸ ἢ ἐκ... πορίζεσθαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἐκ..., Ἡρόδ. 8. 105, πρβλ. 106˙ ἐξ ἁλὸς Θεόκρ. Βερεν. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 1. 2) μεθ’ Ὅμηρ., ζωή, ὕπαρξις, ἀντίθ. θάνατος, Τυρταῖ. 12. 5, Πίνδ. Ν. 8. 61, Τραγ., Πλάτ., κτλ.˙ θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς Πίνδ. Ν. 9. 68˙ ἡ πολλὴ ζόη Σοφ. Ἀποσπ. 500˙ ζόας βιοτὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 664˙ τοῦ βίου ζωὴ Πλάτ. Τιμ. 44C - ὡς ὅρος δηλῶν ἀγάπην, ζωή, ψυχή μου ! Juven. 6. 195˙ - πληθ., ζωαί, Ἑβδ. (Ψαλμ. ξβ΄, 3). 3) τρόπος ζωῆς, ζόην ἔζωον τὴν αὐτὴν Ἡρόδ. 4. 112. ΙΙ. ζωή, = γραῦς, ὁ ἐπὶ τοῦ γάλακτος ἀφρός, Εὐστ. 906. 52˙ ζόη παρ’ Ἡσύχ. (Τὸν τύπον ζόη (παροξύτ.) ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 500, 519, Εὐρ. Ἑκ. 1108, Μηδ. 983, Ἱππ. 816, Τρῳ. 254, Ἠλ. 121, Ι. Τ. 847˙ ἐνῷ οὐδαμοῦ τῶν Τραγ. ἀπαιτεῖται ὁ τύπος ζωὴ (πλὴν ἴσως ἐν Ἡρ. Μαιν. 660), ὁπόθεν ὁ Ἐλμσλ. Μηδ. 946 προύτεινε νὰ διορθωθῇ ἁπανταχοῦ ζόη παρὰ τοῖς Τραγ.˙ -ὡσαύτως παρ’ ἑτέροις ποιηταῖς, Καλλ. Ἀποσπ. 114, Θεοκρ. Ἐπ. 17. 9, Ἡρῴδ. παρὰ Στοβ. τ. 116. 22).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 vie;
2 genre de vie;
3 moyens de vivre, ressources : τὴν ζόην (ion.) ποιεῖσθαι ἔκ τινος HDT se créer avec qch les moyens de vivre.
Étymologie: ζάω.