ἕνεκεν

From LSJ
Revision as of 13:59, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

French (Bailly abrégé)

c. ἕνεκα.

English (Autenrieth)

on account of, for the sake of, because of, w. gen.; placed before or after its case.

English (Slater)

ἕνεκεν (v. οὕνεκεν, εἵνεκεν: ἕκατι) prep. c. gen.,
   1 because of, thanks to τεᾶς πυγμαχίας ἕνεκεν κόσμον ἁδυμελῆ κελαδήσω (O. 11.12) τίν γε μέν, εὐθρόνου Κλεοῦς ἐθελοίσας, ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν δέδορκεν φάος (N. 3.83) Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν (N. 6.34) φλέγεται δ' ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν (N. 10.3) τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνε[κε]ν μερίμνας σώφρονος Παρθ. 2. . ὁ νικῶν δὲ λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν ἀέθλων γ ἕνεκεν (γ om. codd. nonnulli: as far as games can give it ) (O. 1.99)