ἐξαυδάω
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
English (LSJ)
A speak out, ἐξαύδα, μὴ κεῦθε νόῳ Il.1.363; τόδ' ἐξαύδασ' ἔπος Pi.N.10.80, cf. S.Fr.210.71; οὐδὲν ἐξαυδᾷς σοφόν Id.Ph.1244:— Med., A.Ch.151, 272. (Com. only paratrag., Ar.Ach.1183.)
German (Pape)
[Seite 874] heraussprechen, gerade heraussagen; ἐξαύδα, μὴ κεῦθε νόῳ Il. 1, 363; τόδ' ἐξαύδασ' ἔπος Pind. N. 10, 80; οὐδὲν ἐξαυδᾷς σοφόν Soph. Phil. 1228; Eur. Hipp. 590 u. öfter. – Med., in derselben Bdtg, χρησμὸς δυσχειμέρους ἄτας ἐξαυδώμενος Aesch. Ch. 270, vgl. 149.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαυδάω: μέλλ. -ήσω, λέγω φανερῶς, καθαρά, ἐξαύδα, μὴ κεῦθε νόῳ Ἰλ. Α. 363, Π. 19· Ζεὺς δ’ ἀντίος ἤλυθέ οἱ καὶ τόδ’ ἐξαύδ’ ἔπος Πινδ. Ν. 10. 150· οὐδὲν ἐξαυδᾷς σοφὸν Σοφ. Φ. 1244: οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, Αἰσχύλ. Χο. 150, 272.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 dire sans détour ; dire en gén. ; réciter, chanter, acc.;
2 pousser des cris;
Moy. ἐξαυδάομαι-ῶμαι chanter un hymne funèbre.
Étymologie: ἐξ, αὐδάω.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ἐξαυδάω
1 utter καὶ τόδ' ἐξαύδασ ἔπος (sc. Ζεύς) (N. 10.80)