ἐξαυδάω
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
English (LSJ)
speak out, ἐξαύδα, μὴ κεῦθε νόῳ Il.1.363; τόδ' ἐξαύδασ' ἔπος Pi.N.10.80, cf. S.Fr.210.71; οὐδὲν ἐξαυδᾷς σοφόν Id.Ph.1244:—Med., A.Ch.151, 272. (Com. only paratrag., Ar.Ach.1183.)
Spanish (DGE)
1 hablar abierta o francamente τί δέ σε φρένας ἵκετο πένθος; ἐξαύδα, μὴ κεῦθε νόῳ Il.1.363, cf. h.Cer.394, ἐξαύδα· μὴ κρύψῃς δαρόν E.Hec.183, ἐξαύδα σαφῶς E.IT 1162, cf. Luc.ITr.1
•c. ac. int. decir Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ, καὶ τόδ' ἐξαύδασ' ἔπος Pi.N.10.80, πατρῷα δ' ἐξαυδ[ῶ] ν ἔπη S.Fr.210.71, σοφὸς πεφυκὼς οὐδὲν ἐξαυδᾷς σοφόν S.Ph.1244, δεινὰ δ' ἐξαυδῶν κλύειν E.Hipp.1239, μὲν οὕτω, μῆτερ, ἐξαυδῶ τάδε E.Fr.223.10, τί δὴ κατὰ μοῖραν ἕκαστον ἐξαυδῶ; Orac.Sib.3.518
•emitir, proferir un sonido ἐξ[α] ύδα, λίτομαί σε (el coloso de Memnón) Col.Memn.53.3 (II d.C.).
2 hablar de, referirse a c. ac. de pers. o cosa τίς καὶ τίς; εἰπέ· δύο γὰρ ἐξαυδᾷς ἅμα E.Supp.143, τὸν γόνον ἐξαυδῶ, τὸν ἀφρὸν καλέουσιν Ἴωνες Archestr.SHell.140.2
•ref. a los oráculos anunciar ταῦτα μὲν Αἰγύπτῳ θεὸς ἔννεπεν ἐξαυδῆσαι ὑστατίῳ καιρῷ Orac.Sib.5.73, en v. med. mismo sent. Λοξίου ... χρησμὸς ... δυσχειμέρους ἄτας ὑφ' ἧπαρ θερμὸν ἐξαυδώμενος A.Ch.272.
3 entonar c. ac. de palabras en rel. c. el canto δεινὸν ἐξηύδα μέλος Ar.Ach.1183, ἀντιψάλμους ᾠδὰς ... ἐξαυδάσω E.IT 181, en v. med. mismo sent. ὑμᾶς δὲ κωκυτοῖς ἐπανθίζειν νόμος, παιῶνα τοῦ θανόντος ἐξαυδωμένας A.Ch.151.
4 llamar, poner el nombre de c. pred. τὴν δεσπότου προδοῦσαν ἐξαυδᾷ λέχος (Hipólito) llama (a la nodriza) traidora al lecho de su amo E.Hipp.590.
German (Pape)
[Seite 874] heraussprechen, gerade heraussagen; ἐξαύδα, μὴ κεῦθε νόῳ Il. 1, 363; τόδ' ἐξαύδασ' ἔπος Pind. N. 10, 80; οὐδὲν ἐξαυδᾷς σοφόν Soph. Phil. 1228; Eur. Hipp. 590 u. öfter. – Med., in derselben Bdtg, χρησμὸς δυσχειμέρους ἄτας ἐξαυδώμενος Aesch. Ch. 270, vgl. 149.
French (Bailly abrégé)
ἐξαυδῶ :
1 dire sans détour ; dire en gén. ; réciter, chanter, acc.;
2 pousser des cris;
Moy. ἐξαυδάομαι, ἐξαυδῶμαι = chanter un hymne funèbre.
Étymologie: ἐξ, αὐδάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαυδάω:
1 высказывать, произносить (ἔπος τι Pind.; οὐδὲν σοφόν Soph.): ἐξαύδα, μὴ κεῦθε νόῳ Hom. расскажи, не таись;
2 называть, именовать (τινά τινα Eur.);
3 петь (βάρβαρον ἰαχάν Eur.; med. παιᾶνα τοῦ θανόντος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαυδάω: μέλλ. -ήσω, λέγω φανερῶς, καθαρά, ἐξαύδα, μὴ κεῦθε νόῳ Ἰλ. Α. 363, Π. 19· Ζεὺς δ’ ἀντίος ἤλυθέ οἱ καὶ τόδ’ ἐξαύδ’ ἔπος Πινδ. Ν. 10. 150· οὐδὲν ἐξαυδᾷς σοφὸν Σοφ. Φ. 1244: οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, Αἰσχύλ. Χο. 150, 272.
English (Slater)
ἐξαυδάω utter καὶ τόδ' ἐξαύδασ ἔπος (sc. Ζεύς) (N. 10.80)
Greek Monotonic
ἐξαυδάω: μέλ. -ήσω, μιλώ καθαρά, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Αισχύλ.