δισσός

From LSJ
Revision as of 14:11, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισσός Medium diacritics: δισσός Low diacritics: δισσός Capitals: ΔΙΣΣΟΣ
Transliteration A: dissós Transliteration B: dissos Transliteration C: dissos Beta Code: disso/s

English (LSJ)

Att. διττός, Ion. διξός (q. v.), ή, όν, (δίς)

   A twofold, double, Hdt.2.44, 7.70, Pl.Tht.198d, etc. Adv. διττῶς, opp. ἁπλῶς, doubly, in two ways, δ. [γνώριμα] Arist.EN1095b2; δ. λέγεσθαι ib.1096b13, al.    2 executed in duplicate, ἀποχή POxy.1024.39 (ii A. D.), etc.    II pl., two, Pi.N.1.44, Hdt.5.40,52, A.Pr.957, S.Aj.57, etc.: with a dual, δισσοὶ προάγοντε μάλιστα Iamb.Comm.Math. 25.    III metaph., divided, disagreeing in mind, λήμασι δισσούς (λήμασιν ἴσους Dind.) A.Ag.122 (lyr.).    2 doubtful, ambiguous, ὄνειροι S.El.645; τὸ δ. ambiguity, Arist.Pol.1261b29. Adv. διττῶς Id.SE180a15.

German (Pape)

[Seite 643] att. διττός, ion. διξός (δίς, δίχα), zwiefach, doppelt; Hes., Plat. u. A. Bei Dichtern, bes. den Tragg., übh. = zwei; στρατηγοί Aesch. Spt. 801; Soph. Phil. 264; χεῖρες Pind. N. 1, 44; vgl. Xen. Conv. 8, 9 Ages. 2, 30. Bei Aesch. Ag. 121 δύο λήμασι δισσοί wird die Entzweiung, bei Soph. El. 645 φάσματα δισσῶν ὀνείρων, u. bei Luc. Alex. 10 χρησμοὶ δ. καὶ ἀμφίβολοι, das Doppelsinnige ausgedrückt. – Adv., zum zweitenmale, Eur. Phoen. 1347; auf doppelte Weise, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δισσός: Ἀττ. διττός, Ἰων. διξός, ή, όν, (δίς)· ― δύο εἰδῶν, διπλοῦς, Ἡρόδ. 2. 44., 7. 70, Πλάτ. Θεαιτ. 198D, κτλ.· ― ἐπίρρ. διττῶς, ἀντίθ. ἁπλῶς, κατὰ δύο τρόπους, δ. λέγεσθαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 4, 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. κατὰ πληθ., δύο, Πίνδ. Ν. 1. 67, Ἡρόδ. 5. 40, 52, Αἰσχύλ. Πρ. 957, Σοφ. Αἴ. 57, κτλ. ΙΙΙ. μεταφ., διῃρημένος, ἀσύμφωνος τὸ φρόνημα, λήμασι δισσοὺς (ὁ Δινδ. προτείνει λήμασιν ἴσους) Αἰσχύλ. Ἀγ. 122. 2) ἀμφίβολος, ἀσαφής, ὄνειροι Σοφ. Ἠλ. 645· ὡσαύτως, τὸ διττόν, ἀμφιβολία, ἀσάφεια, Ἀριστ. Πολ. 2. 3, 3. ― Ἐπίρρ. διττῶς, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἐλέγχ. 24, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
A. double :
I. au propre ; au plur. deux;
II. 1 désuni, divisé (de sentiments, d’opinions, etc.);
2 à double sens, équivoque;
B. l’un ou l’autre (au sens du lat. alteruter).
Étymologie: δίς ou δίχα.