Τάρταρος
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
ὁ, also ἡ Pi.P.1.15, Nic.Th.203: heterocl. pl. Τάρταρα, τά, Hes.Th.119,841, etc. (sg. Τάρταρον, τό, St.Byz., Sch.Il.1.312):—Tartarus, Il.8.13,481, Hes.Th.807, h.Ap.336, h.Merc.256,374, etc. (never in Od.); later,
A the nether world generally, Hes.Sc.255; ἀπέραντος, κελαινός, A.Pr.154 (lyr.), 1051 (anap.); Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμών ib.221; σκότον νέμονται Τάρταρόν θ' ὑπὸ χθονός Id.Eu. 72, cf. LXXJb.40.15, 41.23. II personified as husband of Gaia and father of Typhoeus, Hes.Th.822; ὦ Γᾶς παῖ καὶ Ταρτάρου, of Cerberus, S.OC1574 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1072] ὁ, ein finsterer, nie von der Sonne erhellter Abgrund, so tief unter dem Hades, wie der Himmel über der Erde ist, in welchen Zeus den Kronos u. die Titanen stürzte, als sie sich gegen ihn aufgelehnt hatten; Il. 8, 13 ff. 481; H. h. Ap. 336 Merc. 256. 374 (in der Od. kommt das Wort nicht vor); Hes. Th. 807. Später wird Tartaros übh. die ganze Unterwelt genannt, entweder für Hades übh., Hes. Sc. 255, od. bes. für den Theil desselben, in welchem die Verdammten ihre Strafe büßen, Ggstz der elysischen Gefilde, Voß Virg. Georg. 1, 36. – Bei Hes. Th. 822 erscheint er personificirt, als Vater des Typhoeus, von der Gäa erzeugt. – Der plur. τὰ Τάρταρα, Hes. Th. 119. 841, u. öfter bei sp. D., wozu die Gramm. das neutr. τὸ Τάρταρον angenommen haben; ἡ Τάρταρος findet sich Pind. P. 1, 15 u. Nic. Th. 204, ἰλυόεσσα, in allgemeiner Bdtg, Abgrund. – Es scheint übrigens ein onomatopoetisches Wort mit dem Ausdrucke des Schauderhaften zu sein, vgl. ähnliche reduplleirte Wortbildungen, βάρβαρος, μάρμαρος, βόρβορος.
Greek (Liddell-Scott)
Τάρτᾰρος: ὁ, καὶ ἡ, Πινδ. Π. 1. 20, Νικ. Θηρ. 203 ἑτερογεν. πληθ. Τάρταρα, τά, Ἡσ. Θ. 119, 841, κτλ., (ὡ. ἐν τῇ Λατ. Tartarus, Tartara)· ― Τάρταρος ἄβυσσος σκοτεινή, βαθυτέρα τοῦ Ἅιδου ὅσον ἡ γῆ ἀπέχει τοῦ οὐρανοῦ, τόπος τῆς καθείρξεως τοῦ Κρόνου καὶ τῶν Τιτάνων κλπ., Ἰλ. Θ. 13 κἑξ., πρβλ. 481. Ἡσ. Θ. 807, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 336, εἰς Ἑρμ. 256, 374, κλπ., (οὐδαμοῦ ἐν τῆ Ὀδ.). Ὕστερον Τάρταρος ἐκαλεῖτο ἢ ὁ κάτω κόσμος καθόλου, συνώνυμ. τῷ Ἅιδης, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 255· ἀπέραντος, κελαινὸς Αἰσχύλ. Πρ. 154. 1051· Τάρταρος μελαμβαθὴς κευθμὼν αὐτόθι 219· σκότον νέμονται Τάρταρόν θ’ ὑπὸ χθονὸς ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 72, ἢ ὁ τόπος τῶν κολαζομένων = Κόλασις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ Ἠλύσια πεδία, Voss εἰς Οὐεργ. Γεωργ. 1. 36. Παρ’ Ἡσ. ἐν Θεογ. 822 προσωποποιεῖται ὡς σύζυγος τῆς Γαίας καὶ πατὴρ τοῦ Τυφωέως· παρὰ Σοφ. ἐν Ο. Κ. 1574 ὁ Κέρβερος προσφωνεῖται: ὦ Γᾶς παῖ καὶ Ταρτάρου. ― (Πιθαν. κατ’ ὀνοματοποίησιν, εἰς δήλωσιν πράγματος τρομεροῦ· ἐσχηματίσθη δὲ ὡς καὶ ἄλλοι μετ’ ἀναδιπλ. τύποι καρκαίρω, κάρκαρον, βάρβαρος, μάρμαρος, βόρβορος, μόρμυρος, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pl. τὰ Τάρταρα;
le Tartare :
1 séjour souterrain au fond des Enfers;
2 p. ext. les Enfers.
Étymologie: onomatopée pour marquer qch d’effrayant ou de mauvais ; cf. βάρβαρος.
English (Autenrieth)
Tartarus, a dark abyss, place of imprisonment of the Titans, as far below Hades as the earth is below the heavens, Il. 8.13, 481.