λιγυρός
English (LSJ)
ά, όν, Boeot. fem. λιγουρά (q.v.),
A clear, shrill, ὦρτο δὲ κῦμα πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ Il.23.215, cf. 5.526, 13.590; of a whip, 11.532, S.Aj. 242 (anap.); ἀκόνα (v. ἀκόνη) ; λιγυρὰ ἄχεα griefs which vent themselves in shrill wailings, E.Med.205 (lyr.); also (like λιγύς), of a clear, sweet sound, as of the Sirens, λιγυρῇ θέλγουσιν ἀοιδῇ Od.12.44; λιγυρὴν ἔντυνον ἀοιδήν ib.183; of a bird, Il.14.290; of locusts, Hes.Op.583; λ. σύριγγες Id.Sc.278: metaph., of poets, Id.Op.659; ἀοιδά Theoc. 15.135, etc.: neut. pl. as Adv., λιγυρὰ ἀείδειν Thgn.939: regul. Adv. -ρῶς Theoc.8.71.—Poet. word, used occasionally in Prose, λιγυρὸν ὑπηχεῖ echoes shrilly, Pl.Phdr.230c; φωνὴ λ., opp. λαμπρά, Arist. HA616b31, cf. Aud.804a29 (Comp.): also in later Prose, Plu.2.974a, Luc.Salt.72, Phal.1.11, etc. 2 metaph., συμβιῶναι . . ἥδιστος καὶ -ώτατος Isoc.Ep.4.4. II pliant, flexible, of dogs' tails, X.Cyn. 4.1.
German (Pape)
[Seite 43] hell, laut tönend, vom durchdringenden, scharfen Ton, vom sausenden, pfeifenden Winde, ὦρτο δὲ κῦμα πνοιῇ ὑπὸ λιγυρῇ, Il. 23, 215, vgl. 5, 526. 13, 590; von der sausenden Peitsche, 11, 532, wie Soph. Ai. 242; von der Stimme der Sirenen, Od. 12, 44. 183, vom hellen Gesange eines Vogels, Il. 14, 290; ἀοιδή, Hes. O. 657 (wie Theocr. 15, 135); σύριγγες, Sc. 278; ἀκόνας λιγυρᾶς, Pind. Ol. 6, 82; sp. D., οἴμη, μέλος, Anacr. 32, 14. 59, 6. Auch in Prosa, τὸ εὔπνουν τοῦ τόπου θερινὸν καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῖ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ, Plat. Phaedr. 230 c, schwirrend; λιγυρὰν φωνὴν ἔχει Arist. H. A. 9, 17; Sp., wie μέλη λιγυρώτατα Luc. Phalar. 1, 11; λιγυρὸν καὶ θρηνῶδες, von der chromatischen Tonleiter, S. Emp. adv. mus. 50. – Uebh. angenehm, reizend, Xen. Cyn. 4, 1 u. Sp. – Adv., λιγυρῶς ἀείδειν, Theocr. 8, 71, Luc. D. Mar. 8, 2.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγῠρός: -ά, -όν, Αἰολ. θηλ. λιγούρα, ὃ ἴδε˙ - ὡς τὸ λιγύς, καθαρός, εὐκρινής, συρίζων, ὀξύς, ἰσχυρός, ὦρτο δὲ κῦμα πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ Ἰλ. Ψ. 215, πρβλ. Ε. 526., Ν. 590˙ ἐπὶ μάστιγος, Λ. 532, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 242˙ λ. ἀκόνα (ἴδε ἐν λέξ. ἀκόνη)˙ λιγυρὰ ἄχεα, θλίψεις ἐκδηλούμεναι δι’ ὀξυφώνων θρήνων, Εὐρ. Μήδ. 205˙ - ὡσαύτως ὡς τὸ λιγύς, ἐπὶ ἤχου καθαροῦ, εὐκρινοῦς καὶ ἡδέος ὡς τοῦ τῶν Σειρήνων, λιγυρῇ θέλγουσιν ἀοιδῇ Ὀδ. Μ. 44˙ λιγυρὴν ἔντυνον ἀοιδὴν αὐτόθι 183˙ ἐπὶ πτηνοῦ, Ἰλ. Ξ. 290˙ ἐπὶ ἀκρίδων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 581˙ λ. σύριγγες ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. Ἡρακλ. 278˙ - μεταφορ., ἐπὶ ποιητῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 657, Θεόκρ. 15. 135, κτλ.˙ - οὐδέτερ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., λιγυρὰ ἀείδειν Θεόγν. 939˙ οὕτω, λιγυρῶς Θεόκρ. 8. 71˙ - ποιητ. λέξ., ἔσθ’ ὅτε ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς πεζολόγοις, λιγυρὸν ὑπηχεῖ, ἠχεῖ καθαρά, εὐκρινῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 230C˙ φωνὴ λ., ἀντίθετον τῷ λαμπρά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, πρβλ. π. Ἀκουστ. 65, 66˙ καὶ συχν. παρὰ Πλουτ., Λουκ., κλ.˙ - μεταφορ., συμβιῶναι... ἥδιστος καὶ λιγυρώτατος Ἰσοκρ. 414Α. ΙΙ. μαλακός, εὔκαμπτος, ἐπὶ τῆς οὐρᾶς τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 1.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 qui rend un son aigu ou sifflant;
2 qui rend un son clair ou mélodieux;
Cp. λιγυρώτερος, Sp. λιγυρώτατος.
Étymologie: λιγύς.
English (Autenrieth)
(λιγύς): clear-toned, whistling, piping; ἀοιδή, μάστιξ, πνοιαί, Od. 12.44, Λ , Il. 5.526.