παραμένω
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
poet. παρμένω Pi.P.8.40, S.Ichn.169 (trim.): —
A stay beside or near, stand by, οὐδέ τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινε Il.11.402, cf. 15.400 ; παράμεινον τὸν βίον ἡμῖν Ar.Pax 1108 (hex.), cf. Pl.Ap.39e, al. ; of slaves, remain, stay, opp. δραπετεύω, ἀποδιδράσκω, Id.Men. 97d, X.Oec.3.4 ; in Law, of slaves whose manumission was deferred, SIG1208 (Thespiae, ii B. C.), etc. : hence Παρμένων, Trusty, as a slave's name, Men.Sam.302, etc. II abs., stand one's ground, stand fast, Il.13.151, cf. Hdt.1.82, 6.14, Ar.Pl.440, etc.; more fully, μάχαις τλάμονι ψυχᾷ π. Pi.P.1.48 ; παρμένοντας αἰχμᾷ ib.8.40 ; εὐανθεῖ ἐν ὀργᾷ π. ib.1.89 ; πρὸς τὰ ὑπόλοιπα τῶν ἔργων Th.3.10 ; ἀδύνατός εἰμι . . παραμένειν to remain with the army, Id.7.15 ; offortune, remain steady. παραμένει γὰρ οὐδὲ ἕν Men.51. 2 stay at a place, stay behind or at home, Hdt.1.64, Antipho 5.13, And.1.2. 3 survive, remain alive, Hdt.1.30. 4 of things, endure, last, Id.3.57, etc. ; ἀεὶ παραμένουσα [ἡ φύσις] E.El.942 ; π. ἡ πολιτεία Lys.25.28 ; αἱ εὐπραγίαι Isoc.7.13 ; ἡ ὑγίεια X.Cyr.1.6.17, etc.; δίχα τῆς σφοδρότητος π. τὸ μέγεθος Longin.9.13 ; of money, stay by one, last for ever, Alex. 281, Timocl.9.1, Men.128.2 ; of wine, last, keep good, εἰς τριγονίαν π. ἐν ἀπιττώτοις ἄγγεσι Str.11.10.1, cf. Ostr.Bodl. i 145 (iii/ii B. C.), Plu. 2.655f.
German (Pape)
[Seite 489] (s. μένω), neben Einem bleiben, bei ihm ausharren, τινί, Il. 11, 402. 15, 400, auch absol., ausdauern, ausharren, 13, 151; in poet. Form, παρμένειν, 15, 400; Ggstz ἀπαλλάσσεσθαι, 1, 82. 8, 101; μάχαις παρέμεινε, Pind. P. 1, 48; αἰχμᾷ, 8, 42; παράμεινον τὸν βίον ἡμῖν, Ar. Plut. 440; διὰ τὰ κέρδη ἥδιον ἡμῖν παραμενοῦσι, Xen. Cyr. 4, 2, 43; ἀλλά μοι παραμείνατε τοσοῦτον χρόνον, Plat. Apol. 39 e; im Ggstz von ἀποδιδράσκει, Men. 97 d; – bes. übrig bleiben, am Leben bleiben, Her. 1, 30. – Auch von Sachen, ἡ μὲν γὰρ φύσις ἀεὶ παραμένουσ' αἴρει κάρα, Eur. El. 942; αὐτῷ πόνος παραμενεῖ πάμπολυς, Plat. Legg. VI, 769 c; δοκεῖ ἡ ὑγίεια μᾶλλον παραμένειν, Xen. Cyr. 1, 6, 17; Folgde. Uebh. ausdauern, von Bestand sein; vom Wein, sich halten, Strab. 11, 10, 1; vgl. Plut. Symp. 3, 7, 1.
Greek (Liddell-Scott)
παραμένω: ποιητ. παρμένω, ὡς καὶ νῦν, μένω πλησίον, οὐδέ τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινε Ἰλ. Λ. 402, πρβλ. Ο. 400· παράμεινον τὸν βίον ἡμῖν, μεῖνον παρ’ ἡμῖν διὰ βίου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1108· παρά τινι Αἰσχίν. 8. 6, συχν. παρὰ Πλάτ.· - ἐπὶ δούλων, διαμένω πιστός, ἀντίθετον τῷ δραπετεύω, ἀποδιδράσκω, ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 97D, Ξεν. Οἰκ. 3, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 1608a· ἐντεῦθεν, Παρμένων, = πιστός, ὄνομα δούλου, Μένανδρος, κλ.· πρβλ. παραμόνιμος 2. ΙΙ. ἀπολ., μένω εἰς τὴν θέσιν μου, διαμένω, Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταί, παρμένετ’ Ἰλ. Ν. 151, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 82., 6. 14, Ἀριστοφ. Πλ. 440, κλ.· πληρέστερον, μάχαις τλάμονι ψυχᾷ π. Πινδ. Π. 1. 93 παρμένοντας αὐτόθι 8.58· π. ἐν ὀργᾷ αὐτόθι 1. 173 πρὸς τὰ ὑπόλοιπα τῶν ἔργων Θουκ. 3. 10· ἀδύνατός εἰμι ... παραμένειν, δηλ. παρὰ τῇ στρατιᾷ, ὁ αὐτ. 7. 15· ἐπὶ τῆς τύχης, διαμένω σταθερά, παραμένει γὰρ οὐδὲ ἓν Μένανδρος ἐν «Ἀνδρογύνῳ» 4. 2) διαμένω ἔν τινι τόπῳ, μένω ὀπίσω ἢ κατ’ οἶκον, Ἡρόδ. 1. 64, Ἀντιφῶν 130. 44, Ἀνδοκ. 1. 8. 3) ἐπιζῶ, διαμένω ζῶν, Ἡρόδ. 1. 30, πρβλ. 3. 57. 4) ἐπὶ πραγμάτων, διαμένω, διαρκῶ, ἀεὶ παραμένουσα [ἡ φύσις] Εὐρ. Ἠλ. 942· π. ἡ πολιτεία Λυσ. 174. 20 αἱ εὐπραγίαι Ἰσοκρ. 142C· ἡ ὑγίεια Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17, κτλ.· - ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, μένω πλησίον τινός, παραμένω, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 37· ἐπὶ χρημάτων, παραμενεῖν αὑτῷ δοκῶν τἀργύριον οὐκ ἐφείδετ’ Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2. 1, Μένανδρος ἐν «Δυσκόλῳ» 2. 2· οὕτως ἐπὶ οἴνου ὡς τὸ συμμένω, διαμένω καλός, μένω ἀβλαβής, εἰς τριγονίαν π. ἐν ἀπιττώτοις ἄγγεσι Στράβ. 516, πρβλ Πλούτ. 2. 655F.
French (Bailly abrégé)
I. rester auprès de, être fidèle à, dévoué à, τινι;
II. abs.
1 se maintenir, tenir bon ; avec un rég. persister dans ; πρός τι rester appliqué à qch;
2 rester quelque part (chez soi, etc.);
3 avec un suj. de chose être durable;
4 survivre.
Étymologie: παρά, μένω.
English (Autenrieth)
inf. παρμενέμεν, aor. 1 παρέμεινε: remain with, stay by, hold out. (Il.)