ἀνεπίσκεπτος
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
ον,
A inattentive, inconsiderate, πρᾶγμα Ph.5.143 C.; ἀλογία Porph.Abst.1.43; ὁρμή Procop. Goth.4.32. Adv. -τως Hdt.2.45; ἀ. ἔχειν τινός to give no consideration to... Arist.GA778b10. II Pass., not examined, unregarded, X.Mem.2.4.3; unobserved, Anon.in SE12.27.
German (Pape)
[Seite 225] nicht betrachtet, unbeachtet, ἐᾶν τι ἀνεπ. Xen. Mem. 2, 4. 3; vgl. Pol. 32, 19. – Adv. ἀνεπισκέπτως, unüberl gt, unbedachtsam, Her. 2, 45.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίσκεπτος: -ον, ἀπερίσκεπτος: ὡς ἐπίρρ. -τως, λέγουσι δὲ πολλὰ καὶ ἄλλα ἀνεπισκέπτως οἱ Ἕλληνες Ἡρόδ. 2. 45· τῆς τοῦ τέλους (αἰτίας) ἀνεπισκέπτως εἶχον, ἀδιαφόρως εἶχον, Ἀριστ. π. Γ. Ζ. 5. 1, 6. ΙΙ. παθ., ἀνεξέταστος, ἀπαρατήρητος, Ξεν., οὐδὲν ἐᾶν ἀνεπίσκεπτον Ἀπομν. 2. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non examiné, à qui on ne prête pas attention;
2 qui ne prête pas attention.
Étymologie: ἀ, ἐπισκέπτομαι.