ἀντιστρέφω

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιστρέφω Medium diacritics: ἀντιστρέφω Low diacritics: αντιστρέφω Capitals: ΑΝΤΙΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: antistréphō Transliteration B: antistrephō Transliteration C: antistrefo Beta Code: a)ntistre/fw

English (LSJ)

pf. -έστροφα,

   A turn to the opposite side:—Pass., to be turned in the opposite direction, μόχλος ἀντεστραμμένος reversed lever, Ph.Bel.59.25; turn and look at, Aristaenet.1.4: also c. acc., οὐδ' ἀ. ὃ λέγουσιν cast a glance at, Phld.Rh.1.245S. Adv. ἀντεστραμμένως Arist.IA712a4.    2 intr., wheel about, face about, X. Ages.1.16.    II retort an argument, τοὺς λόγους Arist.Top.163a30, cf. APr.59b1; αἰτίας Procop.Pers.1.16.    III correspond, ἀλλήλοις Anon.in Tht.19.47.    IV in Logic, to be convertible, Arist. Cat.14b11, al.; τὰ γένη κατὰ τῶν εἰδῶν κατηγοπεῖται, τὰ δὲ εἴδη κατὰ τῶν γενῶν οὐκ ἀντιστπέφει are not conversely predicable of genera, ib. 2b21: impers., ἀντιστρέφει the relation is reciprocal, Id.GC337b23, cf. de An.423a21, Pr.883b8; περὶ ἀντιστπεφόντων λόγων καὶ συνημμένων complementary propositions, title of work by Chrysipp.: so of metaphors, Anon.Fig.p.228S.    2 most freq. in the doctrine of syllogism, of reduction by conversion of one of the premisses, Arist. APr.50b25; either of the terms, τὸ Β τῷ Α ἀντιστρέφει the term B is convertible with A, ib.67b30,al.; τὸ Γ πρὸς τὸ Α ἀ. ib.38; ἀ. τὸ καθόλου τῷ κατὰ μέρος ib.31a27, al.; or of the propositions, ib.25a8, al.; ἀ. καθόλου to be simply convertible, ib.28; ἀ. ἐπὶ μέρους, ἐν μέρει, κατὰ μέρος, ib.39a15, 25a8,10.    3 in Pass., of propositions, to be converted or changed into their opposites, Id.APr.45b6, APo.80b25, al.    4 to be interdependent, have a reciprocal nexus, τὰ μὲν οὖν ἀ. . . καὶ ποιητικὰ ἀλλήλων καὶ παθητικὰ ὑπ' ἀλλήλων Id.GC328a19: hence of cyclical argument, ἐν μόνοις τοῖς ἀ. κύκλῳ καὶ δι' ἀλλήλων (sc. αἱ ἀποδείξεις) Id.APr.58a13, cf. APo.95b40, GC337b23.    5 generally, to be suited conversely for one or another purpose, ὁ τόπος ἀντιστπέφει πρὸς τὸ ἀνασκευάζειν καὶ κατασκευάζειν Id.Top.109b25; ἀ. πρὸς ἄμφω ib.112a27,al.    V pf. part. Pass., conversely opposed, of concavities, facing one another, ἀντεστραμμένα πρὸς ἄλληλα Id.HA498a8; but, back to back, Plb.6.32.6.    2 in Logic, converted, συλλογισμὸς -μμένος Arist.APr.44a31; πρότασις ib.58a1; ἀ. τῇ πάχνῃ ὁ εὐρώς its converse, Id.GA784b16; ἡ ἀ. πρόσθεσις Id.Ph.207a23.    3 Adv. ἀντεστραμμένως inversely, ib.206b5; conversely, PA684b35, IA712a4, al.; in Logic, opposedly, Id.Int.22a34.    VI of lyrics, possess strophe and antistrophe, Aristid.Quint.1.29, Sch.Ar.Ach.1037, Sch.Heph. p.167C.    VII of grammatical construction, to be inverted, A.D. Synt.180.16,al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιστρέφω: μέλλ. -ψω: πρκμ. -έστροφα: - στρέφω πρὸς τὸ ἐναντίον μέρος: - Παθ. φων., στρέφομαι καὶ βλέπω ὀπίσω, ἢ ὁλόγυρα, Ἀρισταίν. 1. 4. 2) στρέφω πρὸς τὸ ἐναντίον, ὁ δὲ Ἀγησίλαος ἀντὶ τοῦ ἐπὶ Καρίαν ἰέναι εὐθὺς ἀντιστρέψας ἐπὶ Φρυγίας ἐπορεύετο Ξεν. Ἀγησ. 1. 16. ΙΙ. ἀντιστρέφω συλλογισμόν, ἀντιστρέφειν ἐθίζεσθαι χρὴ τοὺς λόγους Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 1· ἀπολ., ὁ ἀντιστρέφων, εἶδος συλλογισμοῦ, Γέλλιος (Αulus Gellius) 5. 11. ΙΙΙ. παρ’ Ἀριστ. δύο ὅροι λέγεται ὅτι ἀντιστρέφουσιν (ἀμεταβ.) ἢ ἀντιστρέφονται (παθητ.), ὁπόταν δύνανται νὰ ἀλλάξωσι θέσεις, δηλ. νὰ λάβῃ ἑκάτερος τὴν θέσιν τοῦ ἑτέρου, Ἀριστ. Κατηγ. 12. 6, κ. ἀλλ.· τὰ γένη κατὰ τῶν εἰδῶν κατηγορείται, τὰ δὲ εἴδη κατὰ τῶν γενῶν οὐκ ἀντιστρέφει, δὲν πάσχουσιν ἀντιστροφὴν ὥστε νὰ κατηγορῶνται κατὰ τῶν γενῶν, αὐτόθι 5. 11: - ἀπροσ., ἀντιστρέφει, ἀντιστροφὴ τῶν ὅρων εἶναι δυνατή, ὁ αὐτ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 11, 5, πρβλ. Περὶ Ψυχ. 2. 11, 8, Προβλήμ. 5. 25., 30. 4. 2) ἡ λέξις αὕτη εἶναι ἐν συχνότατῃ χρήσει ἐν τοῖς συλλογισμοῖς, ἔνθα ἡ ἀναγωγὴ τοῦ δευτέρου καὶ τρίτου σχήματος εἰς τὸ πρῶτον ἐκτελεῖται διὰ τῆς ἀναστροφῆς ἑνός τινος τῶν ὅρων, ἴδε Ἀναλυτ. Πρ. 1. 2, κἑξ. καὶ τὸ ῥῆμα κεῖται ἢ ἐπὶ τῶν ὅρων ἀντιστρέφει τὸ Β τῷ Α αὐτόθι 2. 22, 1, κ. ἀλλ.· τὸ Γ πρὸς τὸ Α ἀντ. αὐτόθι 2· ἀντ. τὸ καθόλου τῷ κατὰ μέρος αὐτόθι 1. 11, 3 κτλ.· ἢ ἐπὶ τῶν προτάσεων, αὐτόθι 1. 2, κ. ἀλλ· ἀντ. καθόλου, ἁπλῶς δύναται νὰ πάθῃ ἀντιστροφήν, αὐτόθι 1. 3.1· ἀντ. ἐπὶ μέρους, κατὰ μέρος αὐτόθι 1. 20, 3, κ. ἀλλ. 3) ἁρμόζω ἀντιστρόφως πρὸς ἕνα ἢ ἄλλον σκοπόν, ὁ τόπος ἀντιστρέφει πρὸς τὸ ἀνασκευάζειν ἢ τὸ κατασκευάζειν ὁ αὐτ. Τοπ. 2. 2. 4· ἀντ. πρὸς ἄμφω αὐτόθι 2. 6, 1, κ. ἀλλ. IV. παθ. ἀμοιβαίως ἀντίκειμαι, ἀντεστραμμένα πρὸς ἄλληλα ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 2. 1. 9, πρβλ. Πολύβ. 6. 32, 6. 2) ἐν τῇ λογικῇ ἀντιστρέφομαι, ἐπὶ προτάσεων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 28, 7., 2. 5, 4· ἀντ. τῇ πάχνῃ ὁ εὐρώς, τὸ ἀντίστροφον αὐτῆς, ὁ αὐτ. π. Γεν. Ζ. 5. 4. 7· ἡ ἀντ. πρόθεσις ὁ αὐτ. Φυσ. 3. 6, 13. 3) Ἐπίρρ. ἀντεστραμμένως αὐτ. 3. 6, 7, π. Ζ. Μορ. 4. 9, 6, κ. ἀλλ. - Ἐν τῇ λογικῇ ἀντιστρόφως, δι’ ἀντιστροφῆς, ὁ αὐτ. περὶ Ἑρμην. 13. 31.

French (Bailly abrégé)

f. ἀντιστρέψω, pf. ἀντέστροφα, pf. Pass. ἀντέστραμμαι;
faire volte-face.
Étymologie: ἀντί, στρέφω.