ἀοίκητος

From LSJ
Revision as of 19:36, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀοίκητος Medium diacritics: ἀοίκητος Low diacritics: αοίκητος Capitals: ΑΟΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: aoíkētos Transliteration B: aoikētos Transliteration C: aoikitos Beta Code: a)oi/khtos

English (LSJ)

ον,

   A uninhabited, ἀ. καὶ ἔρημος ἡ Λιβύη Hdt.2.34, cf. 5.10, Pl.Lg.778b; uninhabitable, Arist.Mete.362b9.    II houseless, ποιεῖν τινα ἀοίκητον banish one from home, D.45.70, cf. Luc.Gall.17.

German (Pape)

[Seite 272] unbewohnt, unbewohnbar, Her. καὶ ἔρημος Λιβύη 2, 34; τὰ ὑπὸ τὴν ἄρκτον ἀοίκητα 5, 10; πόλις Plat. Legg. VI, 778 b; χώρα Isocr. 4, 148. Auch von Menschen, ohne Haus, Dem. 45, 70; Luc. Gall. 17; – ἀνοίκητος ist im Her. u. sonst l. v., doch scheint sich das Digamma bei οἶκος lange erhalten zu haben.

Greek (Liddell-Scott)

ἀοίκητος: -ον, ὁ μὴ κατοικούμενος ὑπ’ ἀνθρώπων, ἀκατοίκητος, ἢ ὃν δὲν δύναται νὰ κατοικήσῃ τις· ἀοίκητος καὶ ἐρῆμοςΛιβύη Ἡρόδ. 2. 34, πρβλ. 4. 31 (διάφ. γραφ. ἀν-), 5.10· οὕτω παρὰ Πλάτ. Νόμ. 778Β· τὰ ἀοίκητα Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 17. ΙΙ. ὁ ἄνευ οἰκίας, ἀνέστιος, ποιεῖν τινα ἀοίκητον, ἐξορίζω τινὰ ἐκ τῆς πατρίδος του, Δημ. 1123. 3 (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν ἐνταῦθα ἄοικος)· πρβλ. Λουκ. Ἐνύπν. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inhabité, inhabitable;
2 sans maison.
Étymologie: ἀ, οἰκέω.