ἀπέρχομαι

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέρχομαι Medium diacritics: ἀπέρχομαι Low diacritics: απέρχομαι Capitals: ΑΠΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: apérchomai Transliteration B: aperchomai Transliteration C: aperchomai Beta Code: a)pe/rxomai

English (LSJ)

fut. -ελεύσομαι (Att. fut. ἄπειμι): pf. -ελήλυθα: aor. -ῆλθον:—

   A go away, depart from, c. gen., πάτρης Il.24.766; οἴκου Od. 2.136, cf. S.OC1165, etc.; λόγου E.IT546; ἀ. ἀπὸ τοῦ βουλευτηρίου Th.8.92; ἐκ τῆς χώρας Id.1.89, etc.: metaph., ἀ. ἐκ δακρύων cease from tears. E.Or.205.    2 with εἰς, implying departure from one place and arrival at another, ἀ. ἐς τὰς Σάρδις Hdt.1.22; ἀ. εἰς Θουρίους οἰκήσοντες And.4.12; παρά τινα Luc.Tim.11; ἀ. ἐπ' οἴκου depart homewards, Th.1.92; ἀθῷος οἴκαδε Archipp.40; ἀπῆλθεν ὅθεν .. went back to the place whence he came, Men.481.3: metaph., ἀ. εἰς τὴν ἀρχαίαν φύσιν Pl.Smp.193c.    3 abs., Hdt.1.199, etc.; ταχεῖ' ἀπέρχεται (sc. ἡ νόσος) S.Ph.808; κᾷτ' ὀφλὼν ἀ. Ar.Ach.689; ἄπελθε τουτονὶ λαβών take him and be off! Id.Av.948; ἀπελθόντος ἐνιαυτοῦ Pl.Lg.954d; νυκτὸς -ομένης Arat.315.    4 c. part., ἀ. νικῶν come off conqueror, Aristid.2.2 J., cf.Plu.Ages.7,etc.    5 spread abroad, ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς Συρίαν Ev.Matt.4.24.    II depart from life, ἀ. κάτω E.Alc.379, cf.S.Ant.818(lyr.): abs., D.L.3.6, AP11.335, cf. Ph.1.513, Plot.4.7.15; εἰς τοὺς θεούς PPetr.2p.45 (iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέρχομαι: μέλλ. -ελεύσομαι (ἀλλ’ ὁ Ἀττ. μέλλ. εἶναι ἄπειμι): πρκμ. -ελήλυθα· ἀόρ. -ῆλθον: ἀποθετ.: Ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ, μετὰ γεν., ἐξ οὗ κεῖθεν ἔβην καὶ ἐμῆς ἀπελήλυθα πάτρης Ἰλ. Ω. 766· οἴκου Ὀδ. Β. 136, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1165, κτλ.· ἄπελθε τοῦ λόγου τούτου Εὐρ. Ι. Τ. 546· ὡσαύτως, ἀπ. ἀπὸ βουλευτηρίου Θουκ. 8. 92· ἐκ χώρας ὁ αὐτ. 1, 89, κτλ.· καὶ μεταφ. ἐκ δακρύων τ’ ἄπελθε, κεἰ μάλ’ ἀθλίως ἔχομεν, ἄφες τὰ δάκρυα κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 295. 2) ὁπόταν συντάσσηται μετὰ τῆς προθ. εἰς, ἐννοεῖται ἀναχώρησις ἀπό τινος τόπου καὶ ἄφιξις εἰς ἕτερον, ἀπ. ἐς τὰς Σάρδις Ἡρόδ. 1. 22, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 818· ἀπ. εἰς τόπον οἰκήσων Ἀνδοκ. 30. 30· παρά τινα Λουκ. Τίμ. 11· ἀπ. ἐπ’ οἴκου, ἀναχωρῶ, πορεύομαι πρὸς τὴν πατρίδα, Θουκ. 1. 92· ἀπέρχεται… οἴκαδε Ἄρχιππ. ἐν «Ρίνωνι», 1 κ. ἀλλ.· ἀπ. εἰς τὴν ἀρχαίαν φύσιν, ἐπανέρχομαι, Πλάτ. Συμπ. 193C· ἀπῆλθεν ὅθεν ἦλθεν, ὑπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον ἐξ οὖ ἦλθε, Μένανδ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 2. 3. 3) ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 199, Εὐρ. Ἄλκ. 379, Θουκ. 1. 24, κτλ.· ταχεῖ’ ἀπέρχεται (ἐνν. ἡ νόσος), Σοφ. Φ. 808· κᾆτ’ ὀφλὼν ἀπ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 689· ἄπελθε τουτονὶ λαβών, λάβε· τοῦτον ἐδῶ, καὶ πήγαινε, ὁ αὐτ. Ὄρν. 948· ἀπελθόντος ἐνιαυτοῦ Πλάτ. Νόμ. 954D. 4) μετὰ μετοχ., ἀπ. νικῶν, ἐξέρχομαι νικητής, Ἀριστείδ. 2. 2, κτλ., πρβλ. Πλουτ. Ἀγησ. 7, ΙΙ. ἀπέρχομαι τοῦ βίου, Διογ. Λ. 3. 6, ἔνθα ἴδε Κασαβ., Ἀνθ. ΙΙ. 11. 335, Πρβλ. Φίλωνα 1. 513.

French (Bailly abrégé)

f. ἄπειμι, ao. ἀπῆλθον, pf. ἀπελήλυθα;
s’en aller, s’éloigner, partir : ἀπ. ἐκ τοῦ βίου LUC quitter la vie ; fig. ἀπ. τοῦ λόγου EUR cesser de parler ; ἀπέρχεται (ἡ νόσος) SOPH (le mal) disparaît.
Étymologie: ἀπό, ἔρχομαι.

English (Autenrieth)

aor. ἀπῆλθε, perf. ἀπελήλυθα: come (or go) away, depart; τινός, β 13, Il. 24.766.