ἀπορρέω

From LSJ
Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορρέω Medium diacritics: ἀπορρέω Low diacritics: απορρέω Capitals: ΑΠΟΡΡΕΩ
Transliteration A: aporréō Transliteration B: aporreō Transliteration C: aporreo Beta Code: a)porre/w

English (LSJ)

Ep. ἀπορρείω Nic.Th.404, fut.

   A ἀπορρεύσω Serapio in Cat. Cod.Astr.1.101,102, but ἀπορρῠήσομαι Dsc.5.75: aor. ἀπερρύην, part. ἀπορρυείς A.Ag.1294; ἀπέρρευσα Plb.5.15.7, Ath.9.381b:—Pass., ἀπορρέοιτο Gal.6.709:—flow or run off, ἀπό τινος Hdt.4.23; ἐκ κρήνης Pl.Criti.113e,etc.: abs., stream forth, ofblood, A.Ag.1294; τὸ ἀπορέον the juice that runs off, Hdt.2.94, 4.23; φλόγα τῶν σωμάτων -ουσαν Pl.Ti.67c; λιγνὺς ἀπὸ τῆς φλογὸς ἀ. emanating from, Arist.Mete.374a25, cf. Mu.394a13: metaph., ὥσπερ ἐκ πηγῆς ἀ. τῆς ἡμερότητος Plu. Cat.Ma.5; τὸ ἀπορρέον ἐκ νοῦ λόγος Plot.3.2.2.    II fall off, offruit, Hdt.1.193; fcathers, Pl.Phdr.246d; leaves, D.22.70; hair, Arist. HA518a14; flesh, σάρκες ἀπ' ὀστέων ἀπέρρεον E.Med.1201: generally, run to waste, Plot.2.1.3; of riders, ἀπορρυέντες εἰς γῆν Plu.Eum. 7, cf.Pyrrh.30,al.    2 fall away, decay, perish, ἀ. δαίμων, ἀ. μνῆστις, S.El.999, Aj.523; τῶν καλῶν ἡ μνήμη ταχέως ἀπορρεῖ Longin.33.3.    3 of persons, fall away, drop off from, ἀλλήλων Pl.Lg.776a; ἀπό τινος Plb.5.26.11; τῆς αὐλῆς Plu.Arat.51: abs., slip away, decamp, Plb.5.15.7.    4 fall away, decline from, τῆς δόξης Plu.2.199a.    5 Astrol., to be 'separated', ἀπό . . Serapio ll.cc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορρέω: Ἐπ. -ρείω Νικ. Θ. 404: μέλλ. ἀπορρῠήσομαι: ἀόρ. ἀπερρύην, μετοχ. ἀπορρυεὶς Αισχύλ. Ἀγ. 1294· ἀλλὰ παρὰ Πολυβ. 5. 15, 7, Ἀθην. 381B, ἀπέρρευσα. ῾Ρέω, χύνομαι ἀπό τινος, Κρήνην, ἀπ’ ἧς τὸ ὕδωρ ἀπορρέον κτλ. Ἡρόδ. 4, 23· ἔκ τινος, ψυχρὸν δὲ [[[ὕδωρ]]] ἐκ τῆς κρήνης ἀπορρέον ἕτερον Πλάτ. Κριτί. 113E, κτλ.: -ἀπολ., ἀφθόνως ἐκρέω, ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1294· τὸ ἀπορρέον, ὁ ὀπὸς ἢ χυμός, ὅστις ἐκρέει, Ἡρόδ. 2. 94., 4. 23: - ὡσαύτως, ἐπὶ τοῦ πυρός, ἐξορμῶ, Πλάτ. Τίμ. 67C· λιγνὺς ἀπὸ τῆς φλογὸς ἀπ., ἐκπορευομένη ἐκ τῆς φλογός, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 15, πρβλ. π. Κόσμ. 4. 2. ΙΙ. ἀποπίπτω, ὡς οἱ καρποί, Ἡρόδ. 1. 193· πτερά, Πλάτ. Φαῖδρ. 246D· φύλλα Δημ. 615. 10· τρίχες, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3, 11, 6· σάρξ, σάρκες ἀπ’ ὀστέων Εὐρ. Μήδ. 1201· ἀποχωρίζεσθαι, ἀπ. ἀλλήλων Πλάτ. Νόμ. 776A· τοῦ ἵππου, Πλούτ. 2. 288A. 2) ἐκλείπω, φθείρομαι, ἀπόλλυμαι, ἀπ. δαίμων (ὅ ἐ. εὐδαιμονία), ἀπ. μνῆστις Σοφ. Ἠλ. 999, Αἴ. 523· τῶν καλῶν ἡ μνήμη ταχέως ἀπορρεῖ Λογγῖν. 33. 3. 3) ἐπὶ προσώπων, ἀπομακρύνομαι ἀπό τινος, οἱ δὲ λοιποὶ παραχρῆμα πάντες ἀπέρρεον ἀπ’ αὐτοῦ Πολύβ. 5. 26, 11· πίπτω κάτω ἐκ, ἀπερρύη τοῦ ἵππου Πλουτ. Εὐμ. 7. -ἀπολ., ἀναζεύγνυμι, διαλύω τὸ στρατόπεδον καὶ ἀναχωρῶ, Πολύβ. 10. 44, 7: - Ἡ λέξις κατέστη συχνὴ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφ., ἴδε Λοβ. Αἴ. ἔνθ’ ἀν., Οὐϋττεμβαχ. Πλούτ. 2. 199A.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπορρυήσομαι, ao. ἀπέρρευσα, ao2. ἀπερρύην;
I. couler de, découler : ἀπό τινος de qch;
II. p. anal. 1 se détacher de, glisser, tomber;
2 s’échapper, disparaître : ἀπορρεῖ μνῆστις SOPH le souvenir (de qch) se perd ; en parl. de pers. s’éloigner de, gén..
Étymologie: ἀπό, ῥέω.