ἄφαρ
English (LSJ)
[ᾰφ], poet. Adv.
A straightway, forthwith, in Hom. mostly at the beginning of a clause, with δέ following, ἄ. δ' ἤμυσε καρήατι Il.19.405, cf. Od.2.95: without δέ, thereupon, after that, Il.11.418. 2 suddenly, quickly, ἄ. κεραοὶ τελέθουσι Od.4.85: strengthd., ἄ. αὐτίκα Il. 23.593; πέμπε δράκοντας ἄ. Pi.N.1.40, cf. 10.63, Pae.6.81, Emp.35.6, 110.8.—Rare in Trag., A.Pers.469; ἄ. βέβακε S.Tr.133,529, cf. E. IT1274 (lyr. exc. in A. l. c.): also in later Ep. as A.R.2.539, etc. 3 intens., very, Il.17.417, Od.2.169. II in Thgn.716 as if Adj., swift, fleet (cf. ἀφάρτερος) , παῖδες Βορέω τῶν ἄφαρ εἰσὶ πόδες.
German (Pape)
[Seite 407] (ἅπτω, Andere von ἀπὸἄρα), adv., unmittelbare Aufeinanderfolge bezeichnend, 1) sogleich, augenblicklich, z. B. ἔνθα με Σίντιες ἄνδρες ἄφαρ κομίσαντο πεσόντα, sogleich als ich gefallen, Il. 1, 594; vgl. 19, 405; Pind. N. 10, 63 αἰψηροῖς δὲ πόδεσσιν ἄφαρ ἐξικέσθην, wie 1, 40; schnell, Theogn. 715; Ap. Rh. 2, 539 u. sonst bei sp. Ep. Bei den Tragg. nur Aesch. Pers. 461 Soph. Tr. 134. 526. 818 Eur. I. T. 1274. – 2) ohne den Begriff des schnellen Folgens, hernach, darauf, ἄφαρ δ' ἡμῖν μετέειπεν, = ἔπειτα, Od. 2, 95, vgl. 169 Il. 11, 418 u. sonst; ἄφαρ αὐτίκα zusammen, Il. 23, 593. Aber ἄφαρ δ' ἵπποισι τάθη δρόμος, ununterbrochen, Il. 23, 375.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφαρ: [υυ], ποιητ. ἐπίρρ., κυρίως σημαῖνον ἄμεσον ἀκολουθίαν, εὐθύς, πάραυτα, ἀμέσως, παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ἀρχῇ περιόδου ἢ κώλου ἐπακολουθοῦντος τοῦ δέ, ἄφαρ δ’ ἤμυσε καρήατι Ἰλ. Τ. 405, πρβλ. Ρ. 417· ἢ ἄνευ τοῦ δέ, μετὰ τοῦτο, μετὰ ταῦτα, Λ. 418, Ὀδ. Β. 95. 2) αἰφνιδίως, ταχέως, εὐθέως, ἀμέσως, ἄφαρ τόδε λώϊόν ἐστι Β. 169· ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσι Δ. 85· μετ’ ἄλλου ἐπιρρ. πρὸς ἐπίτασιν, ἄφαρ αὐτίκα Ἰλ. Ψ. 593· ― ὡσαύτως παρὰ Πινδ., πέμπε δράκοντας ἄφαρ Ν. 1. 60· καὶ σπανίως παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 469, Σοφ. Τρ. 135, 529, 821, 958, Εὐρ. Ι. Τ. 1274. ΙΙ. παρὰ Θεόγν. 716, ὡς εἰ ἦτο ἐπίθετον, ταχύς, ὠκὺς (πρβλ. ἀφάρτερος), παῖδες Βορέω τῶν ἄφαρ εἰσὶ πόδες. Ὑπάρχει Ἰωνικός τις τύπος ἀφαρεὶ ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. 175. 15, Σουίδ. κτλ. Πρβλ. Sturz Μακ. Διαλ. σ. 70.
French (Bailly abrégé)
1 tout d’un coup, et aussitôt, et alors;
2 tout de suite, aussitôt, présentement ; ἄφαρ αὐτίκα sur-le-champ.
Étymologie: ἀ- cop., φέρω, litt. « d’une seule portée ».
English (Autenrieth)
instantly, at once, Od. 2.169, Il. 17.417 ; ᾦδ' ἄφαρ, Il. 10.537; ἄφαρ αὐτίκα, Il. 23.593.
English (Slater)
ᾰφᾰρ
1 at once, immediately πέμπε δράκοντας ἄφαρ (N. 1.40) λαιψηροῖς δὲ πόδεσσιν ἄφαρ ἐξικέσθαν (N. 10.63) Ἰλίου δὲ θῆκεν ἄφαρ ὀψιτέραν ἅλωσιν sc. Apollo, by slaying Achilles Πα. . . ἔκλαγξέ θ' ἱερ[]δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς ἄφαρ Πα. 8A. 13. ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκ- τόν τε χαλκὸν ὑπερη[ (supp. Lobel) fr. 169. 26.