ἄχρηστος

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχρηστος Medium diacritics: ἄχρηστος Low diacritics: άχρηστος Capitals: ΑΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: áchrēstos Transliteration B: achrēstos Transliteration C: achristos Beta Code: a)/xrhstos

English (LSJ)

ον,

   A useless, unprofitable, μετάνοια Batr.70; νέες Hdt.1.166; ἄ. ὁ ὀφθαλμὸς γίνεται Hp.Prorrh.2.19; οὐκ ἄ. ἥδ' ἡ ἄνοια Th.6.16; χρεομένῳ ἄχρηστα useless if you try to use them, Hp.Art.14; πεσεῖν ἄ. θέσφατον without effect, E.IT121; ἄ. ἐς πόλεμον Hdt.8.142, Lycurg.53; πρός τι Arist.HA560b14: c. gen. rei, ἄ. τῶν ἔργων Id.Oec.1345a35; ἄ. τινι useless to a person, Hdt.1.80, cf. X.Oec.8.4 (Sup.); τῇ πόλει E.Heracl.4; τὸ διηπορηκέναι οὐκ ἄ. Arist.Cat.8b24.    2 = ἀχρεῖος (which it almost superseded in the Oratt. and later Greek), useless, do-nothing, D.19.135 (Comp.), etc.; ἄ. πολῖται Is.7.37; σοφισταί prob. l. in Lys.33.3; non-effective, unwarlike, Eun.Hist.p.239D.; so (with a pun—not having received an oracle) Ath.3.98c. Adv. -τως, ἔχειν πρός τι D.61.43.    II unkind, cruel, θεοί Hdt.8.111; λόγος Id.9.111.    III Act., making no use of, c. dat., ξυνέσει τ' ἄχρηστον τῇ φύσει τε λείπεται E.Tr. 672.    IV not used, i.e. new, ἱμάτια Luc.Lex.9, Ath.3.97e.    2 obsolete, Eust.118.25, Sch.rec.S.El.132.    3 not to be used, unseemly, EM463.26.

German (Pape)

[Seite 419] 1) unbrauchbar, unnütz, καἰ φοῦλος Plat. Lys. 204 b; πολίτης Is. 7, 37, der kei, te Liturgien übernehmen kann; ἀχρήστους ἐποίησε, er machte, daß sie nichts ausrichten konnten, Pol. 8, 7; ἄχρηστον πίπτει θέσφατον, d. i. der Orakelspruch geht nicht in Erfüllung, Eur. I. T. 121; – τινί, für Einen, Her. 1, 80; oft bei Plat. u. sonst; εἴς τι Her. 8, 142. der auch die θεοὶ ἄχρηστοι den χρηστοί entgegensetzt, nicht wo hlwollend, 8, 111; vgl. λόγος 9, 111; ἄχρηστον als adv., vergebens, Batrach. 70; sonst ἀχρήστως, Plut. Sol. 21; so ἀχρήστως ἔχειν πρὸς τὸν λοιπὸν βίον Dem. 61, 43; vgl. Isocr. 4, 41. – 2) nicht gebrauchend, συνέσει. unverständig, Eur. Troad. 667. – 3) ungebraucht, ἱμάτια Luc. Lexiph. 9; vgl. Ath. III, 97 e; ungebräuchlich, Gramm. – 4) bei Ath. 3, 98 b heißt Einer ἄχρηστος. der kein Orakel erhalten hat.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχρηστος: -ον, ἀνωφελής, μετάνοια Βατραχομ. 70· νῆες Ἡρόδ. 1. 166· ἄχρ. ὁ ὀφθαλμός γίνεται Ἱππ. Προρρ. 102· οὐκ ἄχρ. ἥδ’ ἡ ἄνοια Θουκ. 6. 16· χρεομένῳ ἄχρηστα Ἱππ.π. Ἄρθρ. 791 ἄχρ. πίπτει θέσφατον, ἄνευ ἀποτελέσματος, Εὐρ. Ι. Τ. 121: - ἄχρ. ἔς τι ἤ πρός τι, κατάλληλος πρός τι, Ἡρόδ. 9. 142, Λυκοῦργος 154· 33· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγματος, ἄχρ. τῶν ἔργων Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 9· ἄχρ. τινι, ἀνωφελής εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 80. Εὐρ. Ἡρακλ. 4· οὐκ ἄχρηστόν ἐστι, μετ’ ἀπαρεμ..., Ἀριστ. Κατηγ. 7, ἐν τέλ. 2) ἀκριβῶς ὅμοιον τῷ ἀχρεῖος (ὅπερ καὶ σχεδὸν ἀντικατέστησε παρὰ τοῖς ῥήτορσι καὶ τοῖς μεταγεν.), ἐπὶ ἀνθρώπων μηδὲν ποιούντων, ἄχρ. πολῖται Ἰσαῖος 67. 15 σοφισταί Λυσ. 212. 11, κτλ.· οὕτω (μετὰ λογοπαιγνίου,ὁ μὴ λαβὼν χρησμὸν) παρ’ Ἀθην. 98C: - Ἐπίρρ., ἀχρήστως ἔχειν πρός τι Δημ. 1414. 5. ΙΙ. οὐχί χρηστός, δυσμενής, χαλεπός, θεοί Ἡρόδ. 8. 111· λόγος ὁ αὐτ. 9. 111. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ποιῶν χρῆσὶν τινος, μετὰ δοτ. (ὡς τὸ χράομαι), συνέσει τ’ ἄχρηστον τῇ φύσει τε λείπεται Εὐρ. Τρῳ. 667. IV. ὅν δὲν μετεχειρίσθη τις, ἀμεταχείριστος, νέος, ἱμάτια Λουκ. Λεξιφ. 9, Ἀθήν. 97Ε. 2) ἀπηρχαιωμένος, ἄχρηστος, ἐπὶ λέξεων κ.τ.τ. Γραμμ. 3) ὅν δὲν πρέπει νὰ μεταχειρισθῇ τις, ἀπρεπής, Ἐτυμ. Μ. 463. 23· πρβλ. ἀχρηστολογέω.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. dont on ne peut pas se servir, càd :
1 inutile ; ἔς τι HDT pour qch ; τινι HDT pour qqn ; en parl. de pers. inutile, oisif, qui n’est bon à rien;
2 nuisible, mauvais, funeste;
II. non réalisé, sans effet (oracle);
Cp. ἀχρηστότερος, Sp. ἀχρηστότατος.
Étymologie: ἀ, χράομαι.