διάλεκτος
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
ἡ,
A discourse, conversation, Hp.Art.30; θεοῖς πρὸς ἀνθρώπους Pl.Smp.203a; discussion, debate, argument, Id.Tht.146b; opp. ἔρις, Id.R.454a. 2 common language, talk, δ. ἡ πρὸς ἀλλήλους Arist.Po.1449a26; ἡ εἰωθυῖα δ. Id.Rh. 1404b24. II speech, language, Ar.Fr.685; καινὴν δ. λαλῶν Antiph. 171; δ. ἀμνίου, opp. τὰ ἔνδον δράκοντος, Hermipp.3; articulate speech, language, opp. φωνή, Arist.HA535a28; τοῦ ἀνθρώπου μία φωνή, ἀλλὰ διάλεκτοι πολλαί Id.Pr.895a6; but also, spoken, opp. written language, D.H.Comp.11. 2 the language of a country, Plb.1.80.6, D.S.5.6, etc.: esp. dialect, as Ionic, Attic, etc., Diog.Bab.Stoic.3.213, D.H.Comp.3, S.E.M.1.59, Hdn.Gr.2.932; also, local word or expression, Plu.Alex.31. III way of speaking, accent, D.37.55. 2 pl., modes of expression, Epicur.Ep.1p.24U. IV style, πανηγυρική, ποιητικὴ δ., D.H.Comp.23,21: esp. poetical diction, Phld.Po. 2 Fr.33, al. V of musical instruments, quality, 'idiom', Arist. de An.420b8.
Greek (Liddell-Scott)
διάλεκτος: ἡ, (διαλέγομαι) ὁμιλία, συνομιλία, Ἱππ. Ἄρθρ. 794· πρός τινα Πλάτ. Συμπ. 203Α· συζήτησις, Πλάτ. Θεαιτ. 146Β, Πολ. 454Α. ΙΙ. γλῶσσα, Ἀριστ. Ποιητ. 22, 14· ἡ εἰωθυῖα δ. ὁ αὐτ. Ρητ. 3. 2, 5, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 552· καινὴν δ. λαλῶν Ἀντιφ. Ὀβρ. 1· δ. ἀμνίου, ἀντιθ. τὰ ἔνδον δράκοντος, Ἕρμιππ. Ἀθ. γον. 2. 2) ἔναρθρος λόγος, γλῶσσα, ὁμιλία, ἀντίθ. φωνή, Ἀριστ. Ἱ Ζ. 4. 9, 16· ἴδιον τοῦτ᾿ ἀνθρώπου αὐτόθι· τοῦ ἀνθρώπου μία φωνή, ἀλλὰ διάλεκτοι πολλαί ὁ αὐτ. Πρβλ. 10.38. 3) ἡ γλῶσσα χώρας τινός, ἰδίως ἡ λαλουμένη ἔν τινι ἰδιαιτέρῳ τύπῳ, ὡς ἡ Ἰωνική, Ἀττική, κτλ. ἦσαν διάλεκτοι τῆς Ἑλληνικῆς, Γράμμ. · ὡσαύτως, λέξις τις ἢ φράσις ἀνήκουσα εἴς τινα τόπον ἰδιαιτέρως, Πλούτ. Ἀλεξ. 31· ― πρβλ. γλῶσσα ΙΙ. ΙΙΙ. τρόπος ὁμιλίας, προφορὰ ἰδιαιτέρα, Δημ. 982. 19. IV. ὕφος, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 3. V. ἐν τῇ μουσικῇ, ἔκφρασις, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, 18.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. entretien, d’où
1 conversation;
2 discussion;
II. langage, d’où
1 langage courant;
2 manière de parler, particul. langage propre à un pays ; dialecte ou locution particulière.
Étymologie: διαλέγομαι.