ἐμποδών

From LSJ
Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμποδών Medium diacritics: ἐμποδών Low diacritics: εμποδών Capitals: ΕΜΠΟΔΩΝ
Transliteration A: empodṓn Transliteration B: empodōn Transliteration C: empodon Beta Code: e)mpodw/n

English (LSJ)

Adv. perh. formed by anal. to ἐκποδών:—

   A before the feet, in the way, in one's path, κτείνειν πάντα τὸν ἐ. γενόμενον every one that came in the way, Hdt.1.80; πᾶν ἔθνος τὸ ἐ. Id.2.102; τοὺς αἰεὶ ἐ. γινομένους Id.4.118, cf.7.108; τὸ μὴ ἐ. those who are absent, Th. 2.45; μή που λαθών τις ἐ. (sc. γενόμενος) Ar.V.247.    2 in one's way, i.e. presenting an hindrance, ὁ θεὸς . . [οἱ] ἐ. ἕστηκε Hdt.6.82; ὥς σφι τὸ ἐ. ἐγεγόνεε καθαρόν when all impediments had been cleared away, Id.7.183; τί τοὐμπ.; Ar.Lys.1161; οὐδὲν ἐ. [ἐστι] A.Pr.13; ἐ. ἔστη δορί Id.Th.1021; παρεῖναι S.OT445; οὐδεὶς ἐ. κεῖται νόμος E. Ion1047; καθῆσθαι Ar.Pax473; σὺ δ' ἡμῖν μηδὲν ἐ. γένῃ E.Hec.372; ἐ. τινι φῦναι Id.Or.605: c. inf., ἐ. εἶναι τῷ ποιεῖν X.HG2.3.23; ἐ. γενέσθαι, εἶναί τινι μὴ πράττειν, prevent a person's doing, Ar.Pax315, Th.6.28, etc.; τί ἐ. μοι μὴ οὐ . .; what prevents my doing? X.Eq.11.13, cf. An.3.1.13; so ἐ. τὸ μὴ εἶναι ib.4.8.14; ἐ. γίγνεσθαι τοῦ μὴ ὁρᾶν Id.Cyr.2.4.23; ἐ. εἰ = ναι ἀλλήλοις τινός to hinder each other from a thing, ib.8.5.24, cf.Plu.Them.4, etc.; λόγων τίς ἐ.ὅδ' ἔρχεται; E.Supp. 395; ποιεῖσθαι ἐ. τι to regard it as a hindrance, suffer it to hinder, Lys.13.88, X.Cyr.4.2.46, D.21.104.    3 in one's way, before one's eyes, manifest, πόθεν ἄρξομαι, ἐ. ἁπάντων ὄντων; And.4.10; Χαρίτων ἱερὸν ἐ. ποιοῦνται Arist.EN1133a3; ἃ δ' ἐ. μάλιστα ταῦθ' ἥκω φράσων E.Ph.706; ἡ ἐ. παιδεία everyday education, Arist.Pol.1337a39; πολλοῖς ἐ. εἶναι καὶ γνωρίζεσθαι Plb.2.17.1.    4 of Time, immediately, Polem.Hist.83.

German (Pape)

[Seite 815] (ἐν ποσὶ ὤν), vor den Füßen; – 1) im Wege, hinderlich, hemmend; εἰ μὴ θεῶν τις ἐμπ. ἔστη δορὶ τῷ τοῦδε Aesch. Spt. 1007; vgl. Thuc. 1, 53; τῷ ποιεῖν Xen. Hell. 2, 3, 23; οὔτε θεοὺς οὔθ' ὁσίαν ἐποιήσατ' ἐμπ. τοιούτῳ λόγῳ, er ließ sich nicht durch Rücksicht auf die Götter von solcher Rede abhalten, Dem. 21, 104; vgl. Xen. Cyr. 4, 2, 46; κακὸν δὲ ποῖον ἐμπ. εἶργε τοῦτ' ἐξειδέναι, was hinderte es zu erfahren, Soph. O. R. 128; Eur. oft, σὺ δ' ἡμῖν μηδὲν ἐμπ. γένῃ λέγουσα μηδὲ δρῶσα, werde nicht durch Wort oder That uns hinderlich, Hec. 372; μὴ ἐμπ. ἡμῖν γένηται τὴν θεὸν μὴ 'ξελκύσαι Ar. Paz 515, hindern, herauszuziehen; so mit μή u. int., Thuc. 6, 28; ὅ τι ἂν ἐμποδὼν ᾖ τοῦ ἰέναι καὶ πορεύεσθαι Plat. Crat. 415 c; τί ἐμποδὼν μὴ οὐχὶ – ἀποθανεῖν Xen. An. 3, 1, 13; τὸ μὴ εἶναι 4, 8, 14; τοῦ μὴ ὁρᾶν, am Sehen, Cyr. 2, 4, 23; auch sonst mit dem gen., ὅτι πολλῶν καὶ ἀγαθῶν ἐμπ. ἀλλήλοις ἔσεσθε 8, 5, 24; τοῖς Ἕλλησι τῆς διώξεως Plut. Them. 4; τὸ ἐμποδών, das Hinderniß, Ar. Th. 847 Lys. 1161; ὥς σφι τὸ ἐμπ. ἐγεγόνεε καθαρόν, da das Hinderniß beseitigt war, Her. 7, 183. – 2) der Einem in den Wurf kommt, begegnet, Her. 2, 102. 3, 147 u. A. – 3) was vorliegt, gegenwärtig ist; ἃ δ' ἐμποδὼν μάλιστα, ταῦθ' ἥκω φράσων Eur. Phoen. 706; οἱ ἐμπ. ἆθλοι Plut. Thes. 7; daher = bekannt, Andoc. 4, 10; διὰ τὸ πολλοῖς ἐμπ. εἶναι καὶ γνωρίζεσθαι Pol. 2, 17, 1; a. Sp. Auch von der Zeit, sofort, Polemo bei Macrob. Sat. 5, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποδών: ἐπίρρ. = ἐν ποσὶν ὤν, ἀλλὰ σχηματισθὲν κατ’ ἀναλογίας πρὸς τὸ ἐκποδών· πρὸ τῶν ποδῶν, μέσα εἰς τὰ πόδια, κτείνειν πάντα τὸν ἐμποδὼν γενόμενον, πάντα τὸν γενόμενον ἐμπόδιον, Ἡρόδ. 1. 80· πᾶν ἔθνος τὸ ἐμπ. 2. 102· τοὺς ἀεὶ ἐμπ. γινομένους 4. 118, πρβλ. 7. 108· τὸ μὴ ἐμποδὼν = τῷ μηδενὶ ἐναντίον, Θουκ. 2. 45· μή που λαθών τις ἐμπ. (ἐνν. γενόμενος) Ἀριστοφ. Σφ. 247. 2) ὁ παρέχων ἐμπόδιον, ὁ θεὸς... οἱ ἐμπ. ἕστηκε Ἡρόδ. 6. 82· ὥς σφι τὸ ἐμποδών ἐγεγόνει καθαρόν, ὅτε πάντα τὰ ἐμπόδια ἤρθησαν, ὁ αὐτ. 7. 183· οὐδὲν ἐμποδών ἐστι Αἰσχύλ. Πέρσ. 13· ἐμπ. στῆναί τινι ὁ αὐτ. Θήβ. 1016· παρεῖναι Σοφ. Ο. Τ. 446· κεῖσθαι Εὐρ. Ἴων 1047· καθῆσθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 473· ἐμποδών τινι γίγνεσθαι, γίνεσθαί τινι ἐμπόδιον, Εὐρ. Ἑκ. 372· ἐμπ. τινι φῦναι ὁ αὐτ. Ὀρ. 605: - μετ’ ἀπαρ., ἐμπ. εἶναι τῷ ποιεῖν Ξεν. Ἑλλην. 2. 3, 23· ἐμπ. εἶναι ἢ γίγνεσθαί τινι Ἀριστοφ. Εἰρ. 315, Θουκ. 6. 28, κτλ.: τί ἔτι ἐμπ. τούτῳ μὴ οὐχὶ... ποιεῖν, τί τὸν ἐμποδίζει νὰ κάμῃ, Ξεν. Ἱππ. 11. 13, πρβλ. Ἀν. 3. 1, 13· οὕτως, ἐμποδὼν τὸ μὴ εἶναι αὐτόθι 4. 8, 4· ἐμποδὼν γίγνεσθαι τοῦ μὴ ὁρᾶν ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 4, 23· ἐμπ. εἶναί τινί τινος, ἐμποδίζειν τινὰ ἀπό τινος, αὐτόθι 8. 5, 24, κτλ.· λόγων τις ἐμπ. ὅδ’ ἔρχεται Εὐρ. Ἱκ. 395· ποιεῖσθαι ἐμπ. τι, θεωρεῖν τι ὡς ἐμπόδιον, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 46, Δημ. 5, 48, 22, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 7: - τὸ ἐμποδών, τὸ ἐμπόδιον, τὸ κώλυμα, Ἡρόδ. 7. 183· τί τοὐμποδών; Ἀριστοφ. Λυσ. 1161. 3) παρὰ πόδας, πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐμφανής, κατάδηλος, πόθεν ἄρξομαι, ἐμποδὼν ἁπάντων ὄντων; Ἀνδοκ. 30. 16· χαρίτων ἱερὸν ἐμπ. ποιοῦνται, κτίζουσιν αὐτὸ εἰς μέρος περαστικόν, οὐχὶ εἰς ἀπόκεντρον μέρος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 7· καὶ (μετά τινος ἐννοίας ἐχθρότητος), ἃ δ’ ἐμποδὼν μάλιστα ταῦθ’ ἥκω φράσσων, τὰ παρὰ πόδας, τὰ οὐχὶ μακράν, Εὐρ. Φοίν. 706· ἡ ἐμπ. παιδεία, ἡ συνήθης, ἡ καθημερινή, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 2· ἐμποδὼν εἶναι καὶ γνωρίζεσθαι Πολύβ. 2. 17, 1. 4) ἐπὶ χρόνου, εὐθύς, πάραυτα, Πολέμων παρὰ Μακροβ. 5. 19.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 dans les pieds, càd de manière à entraver ou à faire obstacle : ἐμποδών τινι ἵστασθαι ou στῆναι, γίγνεσθαι ou γενέσθαι, παρεῖναι être un obstacle pour qqn ou qch ; ἐμποδὼν εἶναί τινί τινος XÉN empêcher qqn de faire qch ; ποιεῖσθαι ἐμποδών τι XÉN regarder comme un obstacle ; ἐμποδὼν εἶναι τῷ ποιεῖν XÉN être un obstacle pour faire ; ἐμποδὼν εἶναί ou γίγνεσθαί τινι μὴ πράττειν ou μὴ οὐ ποιεῖν XÉN être ou devenir un obstacle qui empêche qqn de faire ; ἐμποδὼν γίγνεσθαι τὸ μὴ εἶναι XÉN ou τοῦ μὴ ὁρᾶν XÉN empêcher d’être, de voir ; τὸ ἐμποδών HDT obstacle, empêchement;
2 devant les pieds, càd à portée ; ὁ ἐμποδών qui se présente, le premier venu.
Étymologie: ἐν, ποδῶν, le gén. par anal. avec ἐκποδών.